Ἴων: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>Ἴωνος;<br /><i>adj. m.</i><br />d’Ionie, ionien ; [[οἱ]] Ἴωνες HDT les Ioniens, <i>l’une des quatre tribus principales des Hellènes</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. Ἰάονες.<br /><span class="bld">2</span>Ἴωνος (ὁ) :<br />Iôn (Ion) h.
|btext=<span class="bld">1</span>Ἴωνος;<br /><i>adj. m.</i><br />d’Ionie, ionien ; [[οἱ]] Ἴωνες HDT les Ioniens, <i>l’une des quatre tribus principales des Hellènes</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. Ἰάονες.<br /><span class="bld">2</span>Ἴωνος (ὁ) :<br />Iôn (Ion) h.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ἴων:''' -ωνος, ὁ, Ίων, [[γιος]] του Ξούθου (ή του Απόλλωνα) και της Κρέουσας, από τον οποίο ξεπήδησε η Ιωνική [[φυλή]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ Ἴωνες</i>, οι [[Ίωνες]].
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἴων Medium diacritics: Ἴων Low diacritics: Ίων Capitals: ΊΩΝ
Transliteration A: Íōn Transliteration B: Iōn Transliteration C: Ion Beta Code: *)/iwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, Ion, Hdt.7.94, 8.44, E.Ion 74, etc.: Ἴωνες, οἱ,

   A the Ionians, v. Ἰάονες; of those who spoke the Ionic dialect, A.D.Pron. 4.22, al.: Ἰωνία, ἡ, their country, A.Pers.771.

Greek (Liddell-Scott)

Ἴων: -ωνος, ὁ, υἱὸς τοῦ Ξούθου (ἢ τοῦ Ἀπόλλωνος) καὶ τῆς Κρεούσης, ἐξ οὗ ἡ φυλὴ τῶν Ἰώνων, Ἡρόδ. 7. 94, κτλ.· - Ἴωνες, οἱ, ἴδε Clinton 1. 53, κἑξ.: - Ἰωνία, ἡ, ἡ χώρα αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 771.

French (Bailly abrégé)

1Ἴωνος;
adj. m.
d’Ionie, ionien ; οἱ Ἴωνες HDT les Ioniens, l’une des quatre tribus principales des Hellènes.
Étymologie: cf. Ἰάονες.
2Ἴωνος (ὁ) :
Iôn (Ion) h.

Greek Monotonic

Ἴων: -ωνος, ὁ, Ίων, γιος του Ξούθου (ή του Απόλλωνα) και της Κρέουσας, από τον οποίο ξεπήδησε η Ιωνική φυλή, σε Ηρόδ.· οἱ Ἴωνες, οι Ίωνες.