κευθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus

Menander, Monostichoi, 511
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κευθάνω]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[κεύθω]]) [[κρύβω]] («οὐ μὲν γὰρ... ἐκεύθανον, εἴ τις ἴδοιτο» — [[γιατί]] δεν θα τον έκρυβαν, αν [[κανείς]] τον έβλεπε, <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[κευθάνω]] (Α)<br />(ποιητ. τ. του [[κεύθω]]) [[κρύβω]] («οὐ μὲν γὰρ... ἐκεύθανον, εἴ τις ἴδοιτο» — [[γιατί]] δεν θα τον έκρυβαν, αν [[κανείς]] τον έβλεπε, <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κευθάνω:''' ποιητ. αντί [[κεύθω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κευθάνω Medium diacritics: κευθάνω Low diacritics: κευθάνω Capitals: ΚΕΥΘΑΝΩ
Transliteration A: keuthánō Transliteration B: keuthanō Transliteration C: kefthano Beta Code: keuqa/nw

English (LSJ)

poet. for κεύθω, impf.

   A ἐκεύθανον Il.3.453.

German (Pape)

[Seite 1426] poet. = κεύθω, Il. 3, 453, im imperf.

Greek (Liddell-Scott)

κευθάνω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ κεύθω, ἐκεύθανον, Ἰλ. Γ. 453.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. ἐκεύθανον;
c. κεύθω.

English (Autenrieth)

= κεύθω, Il. 3.453†.

Greek Monolingual

κευθάνω (Α)
(ποιητ. τ. του κεύθω) κρύβω («οὐ μὲν γὰρ... ἐκεύθανον, εἴ τις ἴδοιτο» — γιατί δεν θα τον έκρυβαν, αν κανείς τον έβλεπε, Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

κευθάνω: ποιητ. αντί κεύθω, σε Ομήρ. Ιλ.