κλών: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κλών]])<br /><b>βλ.</b> [[κλώνος]].
|mltxt=ο (AM [[κλών]])<br /><b>βλ.</b> [[κλώνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλών:''' γεν. <i>κλωνός</i>, <i>ὁ</i> ([[κλάω]]), [[κλωνάρι]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλών Medium diacritics: κλών Low diacritics: κλων Capitals: ΚΛΩΝ
Transliteration A: klṓn Transliteration B: klōn Transliteration C: klon Beta Code: klw/n

English (LSJ)

gen. κλωνός, ὁ,

   A twig, spray, slip, S.OC483, Ant.713, E.El. 324, Ion 423, Pl.Prt.334b, Thphr.CP1.3.1, LXXJb.18.13, Dsc.4.170.    2 κ. βύσσου thread or fibre, Paul.Aeg.6.13:—Dim. (in signf.1) κλῶναξ, ὁ, Hsch.; κλωνάριον, τό, Gp.12.19.9, Gloss.; κλωνίδιον, τό, ibid.; κλωνίον, τό, Thphr.HP3.13.5, 3.18.5. IG22.1468.9, AP12.256.8 (Mel.); κλωνίσκος, ὁ, Dsc.5.68.

German (Pape)

[Seite 1458] ωνός, ὁ, = κλάδος, junger Schoß, Schößling, Zweig, Theophr.; κλῶνα μυρσίνης Eur. El. 324; δαφνηφόρους κλῶνας Ion 423; νέος Plat. Prot. 334 b; Pfropfreis, Xen. Cyn. 10, 7; ἀπηόριοι Antiphil. 12 (IX, 71).

Greek (Liddell-Scott)

κλών: γεν. κλωνός, ὁ, (κλάω) ὡς τὸ κλάδος, «κλῶνος», «κλωνάρι», Λατ. surculus, Σοφ. Ο. Κ. 483, Ἀντ. 713, Εὐρ. Ἠλ. 324, Ἴων 423, Πλάτ., κτλ.· ― ἐντεῦθεν ὑποκορ. κλωνίον, τό, «κλωνί», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 5, Ἀνθ. Π. 12. 256, 8· κλωνάριον, τό, «κλωνάρι», Γεωπ. 12. 19, 9· καθ’ Ἡσύχ.: «κλῶναξ (ἢ κλώναξ), κλάδος»· καὶ ῥῆμ. κλωνίζω = κλαδεύω, κόπτω τοὺς κλῶνας, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ωνός (ὁ) :
jeune pousse, rejeton, petite branche.
Étymologie: DELG κλάω.

Spanish

rama

Greek Monolingual

ο (AM κλών)
βλ. κλώνος.

Greek Monotonic

κλών: γεν. κλωνός, (κλάω), κλωνάρι, σε Σοφ., Ευρ.