κόχλος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
(21)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κόχλος]])<br /><b>1.</b> θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για [[παρασκευή]] της πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, [[οἷον]] οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», <b>Αριστοτ.</b> β. «κόχλους δὲ ἐς βαφὴν πορφύρας παρέχεται», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κοχλίας]], το [[σαλιγκάρι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βαφή]] για τα μάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> ελικοειδές όστρακο που χρησιμοποιούνταν ως [[σάλπιγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται, όπως και το [[κόγχος]], στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>konkho</i>- «[[μύδι]], [[κοχύλι]]», με [[απώλεια]] του έρρινου στοιχείου, που παρατηρείται και στο νεοελλ. [[κοχύλι]]. Εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>λο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στρεβ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i>, <i>τυφ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοχλίας]], [[κοχλιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλίον]], [[κοχλίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοχλωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοχλοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλογέννητος]]].———————— <b>(II)</b><br />και [[χόχλος]], ο<br />[[κοχλασμός]] («σαν το θερμό στα κάρβουνα που ο [[χόχλος]] το φουσκώνει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> [[κοχλάζω]].———————— <b>(III)</b><br />[[κόχλος]], ὁ (Μ)<br /><b>πιθ.</b> [[φαρμακευτική]] [[σκόνη]] ή [[τρίμμα]] κάποιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τη λ. [[κόχλος]] (Ι). Έτσι ονομάστηκε το [[φυτό]] <i>άγχουσα</i>, κν. <i>βαφόρριζα</i>, που τριμμένο σε λεπτότατη [[σκόνη]] χρησίμευε στην [[παρασκευή]] ερυθρών χρωμάτων που αντικαθιστούσαν την [[πορφύρα]] [[αλλά]] και ως [[ψιμύθιο]] τών [[γυναικών]]. Έτσι η [[σκόνη]] πήρε την ονομ. [[κόχλος]] «[[κοχύλι]]», [[επειδή]] από κοχύλια παρασκευαζόταν η αληθινή [[πορφύρα]], [[αλλά]] και με παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το αραβ. <i>kohhol</i>, που δήλωνε [[κάθε]] λεπτή χημική ή [[φαρμακευτική]] [[σκόνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κοχλίζομαι]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[κόχλος]])<br /><b>1.</b> θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για [[παρασκευή]] της πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, [[οἷον]] οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», <b>Αριστοτ.</b> β. «κόχλους δὲ ἐς βαφὴν πορφύρας παρέχεται», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[κοχλίας]], το [[σαλιγκάρι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βαφή]] για τα μάτια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μουσ.</b> ελικοειδές όστρακο που χρησιμοποιούνταν ως [[σάλπιγγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται, όπως και το [[κόγχος]], στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>konkho</i>- «[[μύδι]], [[κοχύλι]]», με [[απώλεια]] του έρρινου στοιχείου, που παρατηρείται και στο νεοελλ. [[κοχύλι]]. Εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>λο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στρεβ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i>, <i>τυφ</i>-<i>λό</i>-<i>ς</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κοχλίας]], [[κοχλιός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλίον]], [[κοχλίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κοχλωτός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[κοχλοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοχλογέννητος]]].———————— <b>(II)</b><br />και [[χόχλος]], ο<br />[[κοχλασμός]] («σαν το θερμό στα κάρβουνα που ο [[χόχλος]] το φουσκώνει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. <span style="color: red;"><</span> [[κοχλάζω]].———————— <b>(III)</b><br />[[κόχλος]], ὁ (Μ)<br /><b>πιθ.</b> [[φαρμακευτική]] [[σκόνη]] ή [[τρίμμα]] κάποιου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τη λ. [[κόχλος]] (Ι). Έτσι ονομάστηκε το [[φυτό]] <i>άγχουσα</i>, κν. <i>βαφόρριζα</i>, που τριμμένο σε λεπτότατη [[σκόνη]] χρησίμευε στην [[παρασκευή]] ερυθρών χρωμάτων που αντικαθιστούσαν την [[πορφύρα]] [[αλλά]] και ως [[ψιμύθιο]] τών [[γυναικών]]. Έτσι η [[σκόνη]] πήρε την ονομ. [[κόχλος]] «[[κοχύλι]]», [[επειδή]] από κοχύλια παρασκευαζόταν η αληθινή [[πορφύρα]], [[αλλά]] και με παρετυμολογική [[σύνδεση]] [[προς]] το αραβ. <i>kohhol</i>, που δήλωνε [[κάθε]] λεπτή χημική ή [[φαρμακευτική]] [[σκόνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κοχλίζομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κόχλος:''' -ου, ὁ, οστρακόδερμο με κοχλοειδές όστρακο, που χρησιμοποιούνταν για να βαφτεί [[κάτι]] μωβ, Λατ. [[murex]], σε Αριστ., Ανθ.· χρησιμοποιούνταν και ως [[σάλπιγγα]], όπως το Λατ. [[concha]], σε Ευρ. Θεόκρ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόχλος Medium diacritics: κόχλος Low diacritics: κόχλος Capitals: ΚΟΧΛΟΣ
Transliteration A: kóchlos Transliteration B: kochlos Transliteration C: kochlos Beta Code: ko/xlos

English (LSJ)

ὁ,

   A shell-fish with a spiral shell, used for dyeing purple, Lat. murex, Arist.HA528a1, AP5.227 (Paul. Sil.); used as a trumpet, E.IT303, Theoc.22.75, Mosch.2.124: also fem., Naumach. ap. Stob.4.31.76, Paus.3.21.6; Κασπίῃ ἐν κ., of a large sea-shell, A.R.3.859.    2 land snail, Arist.Mir.846b13.    3 kohl, Eust.728.47.

German (Pape)

[Seite 1498] ὁ (später auch ἡ, wie Ap. Rh. 3, 859, Paus. 3, 21, 6, Paul. Sil. Amb. 118), Muschel mit gewundenem Gehäuse, Schnecke; große Meerschneckengehäuse wurden zum Blasen gebraucht, κόχλους φυσῶν Eur. I. T. 303, Τρίτωνες κόχλοισιν ταναοῖς γάμιον μέλος ἠπύοντες Hosch. 2, 124, Theocr. 22, 75 u. sonst. – Auch zweischaalige Muscheln, wie z. B. Austern, werden so genannt. – Verwandt mit κόγχος.

Greek (Liddell-Scott)

κόχλος: -ου, ὁ, ὀστρακόδερμον μετὰ κοχλιοειδοῦς ὀστράκου ἐν χρήσει πρὸς παρασκευὴν τῆς πορφύρας, Λατ. murex, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 1, κ. ἀλλ., Ἀνθ. Π. 5. 228· ἐνίοτε ἐν χρήσει ὡς σάλπιγξ, ὡς τὸ Λατ. concha, Εὐρ. Ι. Τ. 303, Θεόκρ. 22. 75, Μόσχ. 2. 120· ― ὡσαύτως θηλ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 859, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. τ. 93. 23, Παυσ. 3. 21, 6. 2) τῆς ξηρᾶς κοχλίας, «σιαλίγκαρος», Ἀριστ. π. Θαυμασ. 164. ― Πρβλ. κόλχος. (Συγγενὲς ταῖς λ. κάλχη, κόγχη, κόγχος.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 grand coquillage en spirale;
2 conque marine.
Étymologie: DELG rapport évident avec κόγχος, κόγχη.

Greek Monolingual

(I)
ο (AM κόχλος)
1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή της πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ ἐς βαφὴν πορφύρας παρέχεται», Παυσ.)
2. ο κοχλίας, το σαλιγκάρι
μσν.
βαφή για τα μάτια
αρχ.
μουσ. ελικοειδές όστρακο που χρησιμοποιούνταν ως σάλπιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται, όπως και το κόγχος, στην ΙΕ ρίζα konkho- «μύδι, κοχύλι», με απώλεια του έρρινου στοιχείου, που παρατηρείται και στο νεοελλ. κοχύλι. Εμφανίζει επίθημα -λο- (πρβλ. στρεβ-λό-ς, τυφ-λό-ς).
ΠΑΡ. κοχλίας, κοχλιός
αρχ.
κοχλίον, κοχλίς
μσν.
κοχλωτός.
ΣΥΝΘ. κοχλοειδής
αρχ.
κοχλογέννητος].———————— (II)
και χόχλος, ο
κοχλασμός («σαν το θερμό στα κάρβουνα που ο χόχλος το φουσκώνει», Ερωτόκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κοχλάζω.———————— (III)
κόχλος, ὁ (Μ)
πιθ. φαρμακευτική σκόνη ή τρίμμα κάποιου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη λ. κόχλος (Ι). Έτσι ονομάστηκε το φυτό άγχουσα, κν. βαφόρριζα, που τριμμένο σε λεπτότατη σκόνη χρησίμευε στην παρασκευή ερυθρών χρωμάτων που αντικαθιστούσαν την πορφύρα αλλά και ως ψιμύθιο τών γυναικών. Έτσι η σκόνη πήρε την ονομ. κόχλος «κοχύλι», επειδή από κοχύλια παρασκευαζόταν η αληθινή πορφύρα, αλλά και με παρετυμολογική σύνδεση προς το αραβ. kohhol, που δήλωνε κάθε λεπτή χημική ή φαρμακευτική σκόνη.
ΠΑΡ. μσν. κοχλίζομαι].

Greek Monotonic

κόχλος: -ου, ὁ, οστρακόδερμο με κοχλοειδές όστρακο, που χρησιμοποιούνταν για να βαφτεί κάτι μωβ, Λατ. murex, σε Αριστ., Ανθ.· χρησιμοποιούνταν και ως σάλπιγγα, όπως το Λατ. concha, σε Ευρ. Θεόκρ. κ.λπ.