κόσμησις: Difference between revisions
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />parure.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />parure.<br />'''Étymologie:''' [[κοσμέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κόσμησις:''' -εως, ἡ, [[τακτοποίηση]], διεθέτηση, [[διαρρύθμιση]], [[διακόσμηση]], [[διάταξη]], [[στολισμός]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A ordering, arrangement, ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσι καὶ κοσμήσεσι Pl.Grg. 504 d, cf. Criti.117 b(sg.): adornment, Arist.Oec.1344a19; pl., Plu. Thes.23: metaph., dignity, ἡ τῆς πόλεως καὶ τοῦ βουλευτηρίου κ. BGU 1024 viii 10 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 1491] ἡ, das Ordnen, Schmücken, der Schmuck; ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι Plat. Gorg. 504 d; Critia. 117 b; Sp., wie Plut. Thes. 23.
Greek (Liddell-Scott)
κόσμησις: -εως, ἡ, διευθέτησις, διάταξις, τακτοποίησις, στολισμός, ταῖς τῆς ψυχῆς τάξεσί τε καὶ κοσμήσεσι Πλάτ. Γοργ. 504D, πρβλ. Κριτί. 117Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
parure.
Étymologie: κοσμέω.
Greek Monotonic
κόσμησις: -εως, ἡ, τακτοποίηση, διεθέτηση, διαρρύθμιση, διακόσμηση, διάταξη, στολισμός, σε Πλάτ.