κρούνισμα: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρούνισμα]], τὸ (Α) [[κρουνίζω]]<br />το [[νερό]] που τρέχει από την [[κρήνη]]. | |mltxt=[[κρούνισμα]], τὸ (Α) [[κρουνίζω]]<br />το [[νερό]] που τρέχει από την [[κρήνη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρούνισμα:''' -ατος, τό, [[ανάβλυση]], [[εκροή]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A gush, stream, APl. 1.12.
German (Pape)
[Seite 1514] τό, das wie aus einem Quell Hervorspringende, Aufsprudelnde; μελισταγές Ep. ad. 259 (Plan. 12).
Greek (Liddell-Scott)
κρούνισμα: τό, τὸ ἀπὸ κρουνοῦ ἐκρέον ὕδωρ, ῥεῦμα, Ἀνθ. Πλαν. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
eau jaillissante.
Étymologie: κρουνίζω.
Greek Monolingual
κρούνισμα, τὸ (Α) κρουνίζω
το νερό που τρέχει από την κρήνη.