κρούνισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρούνισμα]], τὸ (Α) [[κρουνίζω]]<br />το [[νερό]] που τρέχει από την [[κρήνη]].
|mltxt=[[κρούνισμα]], τὸ (Α) [[κρουνίζω]]<br />το [[νερό]] που τρέχει από την [[κρήνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρούνισμα:''' -ατος, τό, [[ανάβλυση]], [[εκροή]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρούνισμα Medium diacritics: κρούνισμα Low diacritics: κρούνισμα Capitals: ΚΡΟΥΝΙΣΜΑ
Transliteration A: kroúnisma Transliteration B: krounisma Transliteration C: kroynisma Beta Code: krou/nisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A gush, stream, APl. 1.12.

German (Pape)

[Seite 1514] τό, das wie aus einem Quell Hervorspringende, Aufsprudelnde; μελισταγές Ep. ad. 259 (Plan. 12).

Greek (Liddell-Scott)

κρούνισμα: τό, τὸ ἀπὸ κρουνοῦ ἐκρέον ὕδωρ, ῥεῦμα, Ἀνθ. Πλαν. 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
eau jaillissante.
Étymologie: κρουνίζω.

Greek Monolingual

κρούνισμα, τὸ (Α) κρουνίζω
το νερό που τρέχει από την κρήνη.

Greek Monotonic

κρούνισμα: -ατος, τό, ανάβλυση, εκροή, σε Ανθ.