κοσκινόμαντις: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοσκινόμαντις]], -άντεως ή -άντιδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μαντεύει με το [[κόσκινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστρό</i>-<i>μαντις</i>, <i>χειρό</i>-<i>μαντις</i>)]. | |mltxt=[[κοσκινόμαντις]], -άντεως ή -άντιδος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που μαντεύει με το [[κόσκινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόσκινον]] <span style="color: red;">+</span> [[μάντις]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστρό</i>-<i>μαντις</i>, <i>χειρό</i>-<i>μαντις</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοσκῐνόμαντις:''' -εως, ὁ και ἡ, αυτός που μαντεύει μέσω του κόσκινου, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εως (also ιδος, Choerob. in Theod.1.200, al.), ὁ and ἡ,
A diviner by a sieve, Philippid. 37, Theoc.3.31, Artem.2.69.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκῐνόμαντις: -εως, (ὡσαύτως -ιδος, Α. Β. 1193), ὁ, καὶ ἡ, ὁ διὰ κοσκίνου μαντευόμενος, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 15, Θεόκρ. 3. 31, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
devin ou sorcière qui prédit l’avenir au moyen d’un crible.
Étymologie: κόσκινον, μάντις.
Greek Monolingual
κοσκινόμαντις, -άντεως ή -άντιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μαντεύει με το κόσκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + μάντις (πρβλ. αστρό-μαντις, χειρό-μαντις)].
Greek Monotonic
κοσκῐνόμαντις: -εως, ὁ και ἡ, αυτός που μαντεύει μέσω του κόσκινου, σε Θεόκρ.