λαγωβόλον: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(6_21) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λᾰγωβόλον''': τό, [[ξύλον]] ἐξακοντιζόμενον κατὰ φευγόντων λαγωῶν καὶ χρησιμεῦον [[ὡσαύτως]] ὡς [[ῥάβδος]] ποιμενική, Λατ. pedum, Θεόκρ. 4. 49., 7. 128, Ἀνθ. Π. 6. 177, 188.· [[ὡσαύτως]] [[λαγωοβόλον]], Ἀνθ. Π. 6. 296· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 387. 2. | |lstext='''λᾰγωβόλον''': τό, [[ξύλον]] ἐξακοντιζόμενον κατὰ φευγόντων λαγωῶν καὶ χρησιμεῦον [[ὡσαύτως]] ὡς [[ῥάβδος]] ποιμενική, Λατ. pedum, Θεόκρ. 4. 49., 7. 128, Ἀνθ. Π. 6. 177, 188.· [[ὡσαύτως]] [[λαγωοβόλον]], Ἀνθ. Π. 6. 296· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 387. 2. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λᾰγωβόλον:''' τό ([[βάλλω]]), [[ξύλο]] που εξακοντίζεται σε λαγούς, το οποίο χρησίμευε και σαν ποιμενική [[ράβδος]], Λατ. [[pedum]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
(parox.), τό,
A staff or stick for flinging at hares, also used as a shepherd's staff or crook, Theoc.4.49, 7.128, Ep.2, AP6.188 (Leon.), D.H.14.2, etc.:—also λαγωοβόλον, AP6.296 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 4] τό, p. auch λαγωοβόλον, Leon. Tar. 12 (VI, 296), Hafenwerfer, ein Knittel mit einem Haken, der zum Werfen u. Tödten der Hafen gebraucht wurde, aber auch als Hirten- u. Wanderstab diente, Theocr. 4, 49; neben κορύνη, 7, 128; Ep. ad. 263 (Plan. 258).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγωβόλον: τό, ξύλον ἐξακοντιζόμενον κατὰ φευγόντων λαγωῶν καὶ χρησιμεῦον ὡσαύτως ὡς ῥάβδος ποιμενική, Λατ. pedum, Θεόκρ. 4. 49., 7. 128, Ἀνθ. Π. 6. 177, 188.· ὡσαύτως λαγωοβόλον, Ἀνθ. Π. 6. 296· πρβλ. Müller Archäol. d. Kunst § 387. 2.
Greek Monotonic
λᾰγωβόλον: τό (βάλλω), ξύλο που εξακοντίζεται σε λαγούς, το οποίο χρησίμευε και σαν ποιμενική ράβδος, Λατ. pedum, σε Θεόκρ.