λέμμα: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λέμμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φλοιός]], [[φλούδα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αφελής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἰχθύων λέμματα» — τα λέπια τών ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λεμ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λέ</i>-<i>λεμ</i>-<i>μαι</i>, παθ. παρακμ. του [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
|mltxt=[[λέμμα]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φλοιός]], [[φλούδα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αφελής]] [[άνθρωπος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἰχθύων λέμματα» — τα λέπια τών ψαριών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λεμ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λέ</i>-<i>λεμ</i>-<i>μαι</i>, παθ. παρακμ. του [[λέπω]] «[[ξεφλουδίζω]]») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λέμμα:''' -ατος, τό ([[λέπω]]), αυτό που απολεπίζεται, αυτό που αφαιρείται κατά την [[απολέπιση]], [[φλοιός]], [[δέρμα]], [[λέπι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέμμα Medium diacritics: λέμμα Low diacritics: λέμμα Capitals: ΛΕΜΜΑ
Transliteration A: lémma Transliteration B: lemma Transliteration C: lemma Beta Code: le/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (λέπω)

   A that which is peeled off, rind, husk, Hp.Mul. 2.117, Ar.Av.674, Alex.266.3; τῆς . . σαρκοειδοῦς φύσεως λ. Pl.Ti. 76a.    2 ἰχθύων λέμματα scales, Poll.6.51.    3 metaph., a mere husk, of one who has been swindled, Anaxil.33.5.

German (Pape)

[Seite 28] τό, das Abgeschälte, die Rinde, Schale; σικύης, Hippocr.; θέρμων, Alexis bei Ath. II, 55 c; vom Ei, Ar. Av. 673, wie Ael. H. A. 4, 12; Plat. sagt τῆς σαρκοειδοῦς φύσεως λέμμα τὸ νῦν λεγόμενον δέρμα, Tim. 76 a; ἰχθύων, Schuppen, Poll. 6, 51.

Greek (Liddell-Scott)

λέμμα: τό, (λέπω) τὸ ἀπολεπιζόμενον, τὸ ἐκλεπιζόμενον, τὸ ἀφαιρούμενον κατὰ τὴν ἀπολέπισιν, φλοιός, λεπίς, «λέπι», κτλ., Ἱππ. 641. 41, Ἀριστοφ. Ὄρν. 674, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 9· τῆς... σαρκοειδοῦς φύσεως λ. Πλάτ. Τίμ. 76Α. 2) μεταφ., = ἁπλοῦς φλοιός, «φλοῦδι» ἄνευ ἐσωτερικῆς οὐσίας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀκάκου, οὗ τὴν περιουσίαν κατέφαγον οἱ κόλακες, ὡς οἱ σκώληκες τὰ ἐντὸς τοῦ σίτου, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on pèle.
Étymologie: R. Λεπ, cf. λέπω.

Greek Monolingual

λέμμα, τὸ (Α)
1. φλοιός, φλούδα
2. μτφ. αφελής άνθρωπος
3. φρ. «ἰχθύων λέμματα» — τα λέπια τών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λεμ- (πρβλ. λέ-λεμ-μαι, παθ. παρακμ. του λέπω «ξεφλουδίζω») + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

λέμμα: -ατος, τό (λέπω), αυτό που απολεπίζεται, αυτό που αφαιρείται κατά την απολέπιση, φλοιός, δέρμα, λέπι, σε Αριστοφ.