κύπερος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύπερος]], ὁ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[κύπερη]].———————— <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] κυπερώδη, [[οικογένεια]] [[κυπερίδες]], από τα οποία γνωστότερα [[είναι]] ο Cyperus papyrus, ο [[πάπυρος]] τών αρχαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνειοι λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cyperus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cyperos</i> <span style="color: red;"><</span> [[κύπειρος]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[κύπερος]], ὁ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[κύπερη]].———————— <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[τάξη]] κυπερώδη, [[οικογένεια]] [[κυπερίδες]], από τα οποία γνωστότερα [[είναι]] ο Cyperus papyrus, ο [[πάπυρος]] τών αρχαίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνειοι λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cyperus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cyperos</i> <span style="color: red;"><</span> [[κύπειρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κύπερος:''' ὁ, πιθ. Ιων. αντί [[κύπειρος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Ion. for κύπειρος,
A Cyperus rotundus, Hp.Nat.Mul.58, Hdt.4.71: also in later Gr., Dsc.1.4, Plu.2.383e, Gal.12.54, PSI6.718.4 (iv/v A.D.). II κ. ἕτερος turmeric, Curcuma longa, Dsc.1.5.
German (Pape)
[Seite 1534] ὁ, ion. = κύπειρος; bei Her. 4, 71 eine gewürzige Pflanze, mit welcher die Scythen ihre Könige einbalsamirten.
Greek (Liddell-Scott)
κύπερος: ὁ, πιθαν. Ἰων. ἀντὶ κύπειρος, Ἡρόδ. 4. 71, ― ἔνθα λέγεται ὅτι εἶναι ἀρωματικόν τι φυτὸν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Σκύθαις πρὸς ταρίχευσιν («βαλσάμωμα»), πρβλ. Πλούτ. 2. 383Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ion. c. κύπειρος.
Greek Monolingual
(I)
κύπερος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. κύπερη.———————— (II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη κυπερώδη, οικογένεια κυπερίδες, από τα οποία γνωστότερα είναι ο Cyperus papyrus, ο πάπυρος τών αρχαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειοι λ., πρβλ. αγγλ. cyperus < λατ. cyperos < κύπειρος.
Greek Monotonic
κύπερος: ὁ, πιθ. Ιων. αντί κύπειρος, σε Ηρόδ.