Κύπρος: Difference between revisions
(T22) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=Κύπρου, ἡ, [[Cyprus]], a [[very]] [[fertile]] and [[delightful]] [[island]] of the [[Mediterranean]], [[lying]] [[between]] [[Cilicia]] and [[Syria]]: BB. DD., [[under]] the [[word]]; Lewin, St. Paul, i. 120ff.) | |txtha=Κύπρου, ἡ, [[Cyprus]], a [[very]] [[fertile]] and [[delightful]] [[island]] of the [[Mediterranean]], [[lying]] [[between]] [[Cilicia]] and [[Syria]]: BB. DD., [[under]] the [[word]]; Lewin, St. Paul, i. 120ff.) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Κύπρος:''' ἡ, η [[Κύπρος]], ελληνικό [[νησί]] στη νότια [[ακτή]] της Μ. Ασίας, σε Όμηρ. κ.λπ.· οι Ρωμαίοι έπαιρναν από αυτό τον καλύτερο χαλκό, Λατ. cyprium. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Cyprus, Od.17.442, al. (never in Il., exc. in Adv. (v. infr.)). Adv. Κυπρόθεν,
A from Cyprus, AP9.487 (Pall.); Κυπρόθε, Call.Sos.9.7; Κύπρονδε, to Cyprus, Il.11.21.
Greek (Liddell-Scott)
Κύπρος: ἡ, Ἑλληνικὴ νῆσος κατὰ τὰ νότια παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Ὅμ. (μάλιστα ἐν τῇ Ὀδ.) κτλ.˙ οἱ Ρωμαῖοι ἐλάμβανον ἐκεῖθεν τὸν ἄριστον χαλκόν, Λατ. cyprium, Πλίν. 34. 2˙ ― πρβλ. Κύπριος.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Chypre.
Étymologie: DELG hourrite kab
English (Autenrieth)
the island of Cyprus, Od. 4.83 .—Κυπρονδε, to Cyprus, Il. 11.21.
English (Slater)
Κύπρος
1 Cyprus Οἰνώνᾳ τε καὶ Κᾰπρῳ, ἔνθα Τεῦκρος ἀπάρχει ὁ Τελαμωνιάδας (N. 4.46) (θεῷ) ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ (N. 8.18) ὦ Κύπρου δέσποινα Aphrodite fr. 122. 18.
English (Strong)
of uncertain origin; Cyprus, an island in the Mediterranean: Cyprus.
English (Thayer)
Κύπρου, ἡ, Cyprus, a very fertile and delightful island of the Mediterranean, lying between Cilicia and Syria: BB. DD., under the word; Lewin, St. Paul, i. 120ff.)
Greek Monotonic
Κύπρος: ἡ, η Κύπρος, ελληνικό νησί στη νότια ακτή της Μ. Ασίας, σε Όμηρ. κ.λπ.· οι Ρωμαίοι έπαιρναν από αυτό τον καλύτερο χαλκό, Λατ. cyprium.