μακιστήρ: Difference between revisions
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μακιστήρ]], -ῆρος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτεταμένος]], [[μακρύς]], [[σχοινοτενής]] («μή τι μακιστῆρα μῡθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε [[πάντα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δηκτικός]], [[ενοχλητικός]], [[διαπεραστικός]] («μακιστήρα καρδίας λόγον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[μηκίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>]. | |mltxt=[[μακιστήρ]], -ῆρος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[εκτεταμένος]], [[μακρύς]], [[σχοινοτενής]] («μή τι μακιστῆρα μῡθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε [[πάντα]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δηκτικός]], [[ενοχλητικός]], [[διαπεραστικός]] («μακιστήρα καρδίας λόγον», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[μηκίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[μῆκος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾱκιστήρ:''' -ῆρος, ὁ, [[μακροσκελής]] και [[ανιαρός]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A long and tedious, μῦθος A.Pers.698 (troch.); μακιστῆρα καρδίας λόγον is corrupt in Id.Supp.466 (Sch. δηκτικόν, leg. μαστικτῆρα).
German (Pape)
[Seite 84] ῆρος, ὁ, Aesch. Suppl. 461, ἤκουσα μακιστῆρα καρδίας λόγον, nach der alten Erkl. = das Herz treffend, verwundend.
Greek (Liddell-Scott)
μᾱκιστήρ: ῆρος, ὁ, μακρός, σχοινοτενής, μή τι μακιστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 698 (διάφορ. γραφ. μακεστήρ). - Ἐν Ἱκέτ. 466, ἀντὶ τοῦ μακιστῆρα καρδίας λόγον (ἑρμηνευομένου: εἰσχωροῦντα βαθέως εἰς τὴν καρδίαν, διαπερῶντα αὐτήν), ὁ Auratus προέτεινε μαστικτῆρα, ὁ δὲ Ἕρμανν. δακνιστῆρα (ἑπόμενος τῷ Σχολιαστῇ ἑρμηνεύοντι διὰ τοῦ καρδίας δηκτικόν).
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
1 long et ennuyeux (discours);
2 qui perce, qui blesse, gén..
Étymologie: 1) μακρός - 2) leçon corrompue pour μαστικτήρ, cf. μαστίκτωρ, μαστίζω.
Greek Monolingual
μακιστήρ, -ῆρος, ἡ (Α)
1. εκτεταμένος, μακρύς, σχοινοτενής («μή τι μακιστῆρα μῡθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα», Αισχύλ.)
2. δηκτικός, ενοχλητικός, διαπεραστικός («μακιστήρα καρδίας λόγον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μηκίζω < μῆκος + επίθημα -τήρ].
Greek Monotonic
μᾱκιστήρ: -ῆρος, ὁ, μακροσκελής και ανιαρός, σε Αισχύλ.