ληϊστός: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληϊστός]], -ή, -όν (Α) <b>βλ.</b> [[λεϊστός]]. | |mltxt=[[ληϊστός]], -ή, -όν (Α) <b>βλ.</b> [[λεϊστός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ληϊστός:''' -ή, -όν, αυτός που λαμβάνεται ως [[λεία]], που κερδίζεται δια της βίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης (με βραχύ [[φωνήεν]]), [[λεϊστός]], στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A to be carried off as booty, to be won by force, Il.9.406: also in form λεϊστός, ib.408, Inscr.Prien.268c5.
German (Pape)
[Seite 39] (ληΐζομαι), erbeutet, als Beute weggeführt, Il. 9, 406, auch λεϊστή, 408.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
emmené comme butin, pillé.
Étymologie: adj. verb. de ληΐζομαι.
Greek Monolingual
ληϊστός, -ή, -όν (Α) βλ. λεϊστός.
Greek Monotonic
ληϊστός: -ή, -όν, αυτός που λαμβάνεται ως λεία, που κερδίζεται δια της βίας, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης (με βραχύ φωνήεν), λεϊστός, στο ίδ.