μετεξέτεροι: Difference between revisions
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετεξέτεροι]], -αι, -α (Α)<br /><b>ιων. τ.</b><br /><b>1.</b> κάποιοι [[μεταξύ]] πολλών, μερικοί<br /><b>2.</b> (σπάν. στον εν.) <b>φρ.</b> «[[χρῆσις]] μετεξετέρη» — κάποια [[ποσότητα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξέτεροι]] «μερικοί»]. | |mltxt=[[μετεξέτεροι]], -αι, -α (Α)<br /><b>ιων. τ.</b><br /><b>1.</b> κάποιοι [[μεταξύ]] πολλών, μερικοί<br /><b>2.</b> (σπάν. στον εν.) <b>φρ.</b> «[[χρῆσις]] μετεξετέρη» — κάποια [[ποσότητα]] <b>(Ιπποκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξέτεροι]] «μερικοί»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετεξέτεροι:''' -αι, -α, Ιων. αντων., = [[ἔνιοι]], κάποιοι [[μεταξύ]] πολλών, συγκεκριμένα πρόσωπα, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
αι, α, Ion. Pron.,
A = ἔνιοι, some among many, certain, Hdt.1.63,95, 199, al., Hp.Fract.11, al.; χρῆσις μετεξετέρη a certain amount of use, Id.Art.52. (μετ' ἐξετέρην shd. be written divisim in Nic.Th.588.)
German (Pape)
[Seite 158] αι, α, einige Andere, = ἕτεροί τινες, Her. 1, 63 u. öfter; fem., 1, 99; den sing. μετεξετέρην hat Nic. Ther. 588.
Greek (Liddell-Scott)
μετεξέτεροι: -αι, -α, Ἰων. ἀντωνυμ., = ἔνιοι, τινὲς μεταξὺ πολλῶν, μερικοί, Ἡρόδ. 1, 63, 95, 199, κ. ἀλλ., καὶ Ἱππ.: - ὁ Νίκανδρ. ἐν Θηρ. 588 ἔχει τὸ ἑνικόν.
French (Bailly abrégé)
mot surtout ion.
quelques autres, propr. « d’autres successivement ».
Étymologie: μετά, ἐξ, ἕτερος.
Greek Monolingual
μετεξέτεροι, -αι, -α (Α)
ιων. τ.
1. κάποιοι μεταξύ πολλών, μερικοί
2. (σπάν. στον εν.) φρ. «χρῆσις μετεξετέρη» — κάποια ποσότητα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐξέτεροι «μερικοί»].
Greek Monotonic
μετεξέτεροι: -αι, -α, Ιων. αντων., = ἔνιοι, κάποιοι μεταξύ πολλών, συγκεκριμένα πρόσωπα, σε Ηρόδ.