μήνη: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(25) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[μήνη]] και [[μάνη]])<br />η [[σελήνη]], [[ιδίως]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών της φάσης της, [[καθώς]] και το γεωμετρικό δρεπανοειδές [[σχήμα]] που παίρνει αυτή [[κατά]] τη [[διάρκεια]] αυτών τών ημερών, αλλ. [[μηνίσκος]] («τοῡ δ' [[ἀπάνευθε]] [[σέλας]] γένετ' [[ἠύτε]] μήνης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κυκλική λευκή ή και άλλου σχήματος ή χρώματος [[βούλλα]] στο [[μέτωπο]] τών αλόγων<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[οχύρωμα]] που έχει μηνοειδές [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[σχηματισμός]] που στο [[μικροσκόπιο]] έχει την [[εμφάνιση]] ημισελήνου και παρατηρείται στους νεφρούς σε διάφορες περιπτώσεις μορφών νεφρίτιδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μήνη</i><br />[[προσωνυμία]] θεάς<br /><b>2.</b> (στην [[αλχημεία]]) [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i> «[[μήνας]]», [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>. | |mltxt=η (Α [[μήνη]] και [[μάνη]])<br />η [[σελήνη]], [[ιδίως]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών της φάσης της, [[καθώς]] και το γεωμετρικό δρεπανοειδές [[σχήμα]] που παίρνει αυτή [[κατά]] τη [[διάρκεια]] αυτών τών ημερών, αλλ. [[μηνίσκος]] («τοῡ δ' [[ἀπάνευθε]] [[σέλας]] γένετ' [[ἠύτε]] μήνης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κυκλική λευκή ή και άλλου σχήματος ή χρώματος [[βούλλα]] στο [[μέτωπο]] τών αλόγων<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[οχύρωμα]] που έχει μηνοειδές [[σχήμα]]<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[σχηματισμός]] που στο [[μικροσκόπιο]] έχει την [[εμφάνιση]] ημισελήνου και παρατηρείται στους νεφρούς σε διάφορες περιπτώσεις μορφών νεφρίτιδας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μήνη</i><br />[[προσωνυμία]] θεάς<br /><b>2.</b> (στην [[αλχημεία]]) [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i> «[[μήνας]]», [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>η</i>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μήνη:''' ἡ ([[μήν]]), [[φεγγάρι]], [[Σελήνη]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A moon, Il.19.374, Emp.42.3, A.Pr.797, E.Fr.1009: rare in Prose, Pythag. ap. Iamb.Protr.21.ιζ'; as a goddess, h.Hom.32.1, Pi.O.3.20. II f.l. in Ar.Av.1115; cf. μείς 1.3 b. III Alch., silver, Ps.-Democr.p.48 B.
German (Pape)
[Seite 174] ἡ, der Mond; σέλας ἠΰτε μήνης, Il. 19, 374. 23, 455; Pind. Ol. 3, 21, personificirt; ἡ νυκτερὸς μήνη, Aesch. Prom. 799; Hermesian. bei Ath. XIII, 597 v. 15. – Bei Ar. Av. 1115 = μηνίσκος 2).
Greek (Liddell-Scott)
μήνη: ἡ, σελήνη, Ἰλ. Τ. 374, Αἰσχύλ. Πρ. 797, Εὐρ. Ἀποσπ. 997· ὡσαύτως ὡς θεά, Ὁμ. Ὕμν. 32, Πινδ. Ο. 3. 36. ΙΙ. = μηνίσκος ΙΙ, 1, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1115. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λέξ. μήν).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la lune.
Étymologie: R. Ma, mesurer ; cf. μήν².
English (Autenrieth)
moon, Il. 23.455 and Il. 19.374.
Greek Monolingual
η (Α μήνη και μάνη)
η σελήνη, ιδίως κατά τη διάρκεια τών πρώτων ή τών τελευταίων ημερών της φάσης της, καθώς και το γεωμετρικό δρεπανοειδές σχήμα που παίρνει αυτή κατά τη διάρκεια αυτών τών ημερών, αλλ. μηνίσκος («τοῡ δ' ἀπάνευθε σέλας γένετ' ἠύτε μήνης», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. κυκλική λευκή ή και άλλου σχήματος ή χρώματος βούλλα στο μέτωπο τών αλόγων
2. στρατιωτικό οχύρωμα που έχει μηνοειδές σχήμα
3. ιατρ. σχηματισμός που στο μικροσκόπιο έχει την εμφάνιση ημισελήνου και παρατηρείται στους νεφρούς σε διάφορες περιπτώσεις μορφών νεφρίτιδας
αρχ.
1. ως κύριο όν. Μήνη
προσωνυμία θεάς
2. (στην αλχημεία) άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας», κατά τα θηλ. σε -η.