νώτισμα: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(27) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νώτισμα]], τὸ (Α) [[νωτίζω]]<br />[[καθετί]] που φέρει [[κάποιος]] στα [[νώτα]] του. | |mltxt=[[νώτισμα]], τὸ (Α) [[νωτίζω]]<br />[[καθετί]] που φέρει [[κάποιος]] στα [[νώτα]] του. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νώτισμα:''' -ατος, τό ([[νωτίζω]]), αυτό που καλύπτει την [[πλάτη]], λέγεται για φτερά, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (νωτίζω II)
A that which covers the back, e.g. wings, Trag.Adesp.541.
German (Pape)
[Seite 273] τό, was man auf dem Rücken hat, von den Flügeln der Sphinx, poet. bei Stob. fl. 64, 32.
Greek (Liddell-Scott)
νώτισμα: τό, (νωτίζω) τὸ καλύπτον τὰ νῶτα, π.χ. πτέργυγες, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Εὐρ (?) παρὰ Στοβ. 403. 1, ἴδε Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοίν. 663.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu’on a sur le dos.
Étymologie: νωτίζω.
Greek Monolingual
νώτισμα, τὸ (Α) νωτίζω
καθετί που φέρει κάποιος στα νώτα του.
Greek Monotonic
νώτισμα: -ατος, τό (νωτίζω), αυτό που καλύπτει την πλάτη, λέγεται για φτερά, σε Ευρ.