νειοκόρος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(26) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νειοκόρος]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[νεωκόρος]]. | |mltxt=[[νειοκόρος]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[νεωκόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νειοκόρος:''' ὁ, ἡ, Ιων. αντί [[νεωκόρος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ, Ion. for νεωκόρος, AP6.356 (Pancrat.).
German (Pape)
[Seite 237] ion. = νεωκόρος, Pancrat. ep. 1 (VI, 356).
Greek (Liddell-Scott)
νειοκόρος: ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ νεωκόρος, Ἀνθ. Π. 6. 356.
Greek Monolingual
νειοκόρος, ὁ, ἡ (Α)
ιων. τ. βλ. νεωκόρος.
Greek Monotonic
νειοκόρος: ὁ, ἡ, Ιων. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.