οἰνάριον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(28)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνάριον]], τὸ (ΑΜ) [[οίνος]]<br />(υποκορ. του [[οίνος]]) [[κρασάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αδύνατο ή άθλιο [[κρασί]]<br /><b>2.</b> λίγο [[κρασί]], μικρή [[ποσότητα]] κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῡ ζωμοῡ καὶ τοῡ οἰναρίου» Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> η [[άμπελος]].
|mltxt=[[οἰνάριον]], τὸ (ΑΜ) [[οίνος]]<br />(υποκορ. του [[οίνος]]) [[κρασάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αδύνατο ή άθλιο [[κρασί]]<br /><b>2.</b> λίγο [[κρασί]], μικρή [[ποσότητα]] κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῡ ζωμοῡ καὶ τοῡ οἰναρίου» Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> η [[άμπελος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[οἶνος]], αδύνατο ή κακής ποιότητας [[κρασί]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνᾰριον Medium diacritics: οἰνάριον Low diacritics: οινάριον Capitals: ΟΙΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: oinárion Transliteration B: oinarion Transliteration C: oinarion Beta Code: oi)na/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of οἶνος,

   A weak or bad wine, D.35.32, Alex.275, Diph.60.8, Polioch.2.7, etc.: pl., POxy.1672.5 (i A. D.).    II a little wine, Diocl.Fr.141, Epict.Ench.12, Sor.1.64, AP 11.189 (Lucill.).    III colloq. for οἶνος, Thphr.Char.17.2, PEleph. 13.5 (iii B. C.) : pl., PCair.Zen.373 (iii B. C.), Ostr.Bodl.iii 369.    IV = ἄμπελος, Gal.19.125.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οἶνος, ἀδύνατοςἄθλιος οἶνος, Δημ. 933. 24, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 5, Δίφιλ. ἐν «Παρασίτῳ» 1. 8, Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 7, κτλ. ΙΙ. ὀλίγος οἶνος, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 mauvais vin;
2 petite quantité de vin.
Étymologie: dim. de οἶνος.

Greek Monolingual

οἰνάριον, τὸ (ΑΜ) οίνος
(υποκορ. του οίνος) κρασάκι
αρχ.
1. αδύνατο ή άθλιο κρασί
2. λίγο κρασί, μικρή ποσότητα κρασιού («ἐφθόνησέ μοι τοῡ ζωμοῡ καὶ τοῡ οἰναρίου» Θεόφρ.)
3. η άμπελος.

Greek Monotonic

οἰνάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του οἶνος, αδύνατο ή κακής ποιότητας κρασί, σε Δημ.