ξενηλασία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(27)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ξενηλασία]]) [[ξενηλατώ]]<br />η [[απέλαση]] τών ανεπιθύμητων ξένων από μία [[χώρα]] ή η [[απαγόρευση]] εισόδου σε αυτήν, [[θεσμός]] που εφαρμόστηκε για πρώτη [[φορά]] στη [[Σπάρτη]] [[προς]] τα [[τέλη]] του 7ου π.Χ. αιώνα, [[κατά]] τον Β' Μεσσηνιακό πόλεμο (α. «τήν τε γὰρ πὸλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἤ μαθήματος ἤ θεάματος», <b>Θουκ.</b><br />β. «πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἁπάντων τῶν περισσῶν ξενηλασίαν ἐποιήσατο<br />διὸ [[οὔτε]] [[ἔμπορος]], [[οὔτε]] [[σοφιστής]]... εἰσήει εἰς τὴν Σπάρτην», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=η (Α [[ξενηλασία]]) [[ξενηλατώ]]<br />η [[απέλαση]] τών ανεπιθύμητων ξένων από μία [[χώρα]] ή η [[απαγόρευση]] εισόδου σε αυτήν, [[θεσμός]] που εφαρμόστηκε για πρώτη [[φορά]] στη [[Σπάρτη]] [[προς]] τα [[τέλη]] του 7ου π.Χ. αιώνα, [[κατά]] τον Β' Μεσσηνιακό πόλεμο (α. «τήν τε γὰρ πὸλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἤ μαθήματος ἤ θεάματος», <b>Θουκ.</b><br />β. «πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἁπάντων τῶν περισσῶν ξενηλασίαν ἐποιήσατο<br />διὸ [[οὔτε]] [[ἔμπορος]], [[οὔτε]] [[σοφιστής]]... εἰσήει εἰς τὴν Σπάρτην», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ξενηλᾰσία:''' ἡ, (στη [[Σπάρτη]]), [[εκδίωξη]], [[απέλαση]] [[ξένων]] από τη [[χώρα]], σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 00:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενηλᾰσία Medium diacritics: ξενηλασία Low diacritics: ξενηλασία Capitals: ΞΕΝΗΛΑΣΙΑ
Transliteration A: xenēlasía Transliteration B: xenēlasia Transliteration C: ksenilasia Beta Code: cenhlasi/a

English (LSJ)

ἡ, at Sparta,

   A expulsion of foreigners, X.Lac.14.4 : mostly in pl., Th.1.144, 2.39, Pl. Prt.342c, Lg.950b, Arist.Pol.1272b17.

German (Pape)

[Seite 276] ἡ, Vertreibung der Fremden; ξενηλασίας ποιεῖν τινος, Thuc. 1, 144; οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θέαματος, 2, 39; ξενηλασίας ποιούμενοι τῶν λακωνιζόντων, Plat. Prot. 342 c; vgl. Legg. XII, 950 b; Folgde; auch ξενηλασίαν τεχνῶν ἐποιεῖτο, Plut. Lycurg. 9. S. Müller Dor. 3, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ξενηλᾰσία: ἡ, ἐν Σπάρτῃ, ἐκδίωξις τῶν ξένων ἐκ τῆς χώρας, Θουκ. 1. 144., 2. 39, Ξεν. Λακ. 14, 4, Πλάτ. Πρωτ. 342C, Νόμ. 950Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 15· πρβλ. Müller Dor. 3. 1. § 2, Arnold εἰς Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bannissement des étrangers.
Étymologie: ξενηλατέω.

Greek Monolingual

η (Α ξενηλασία) ξενηλατώ
η απέλαση τών ανεπιθύμητων ξένων από μία χώρα ή η απαγόρευση εισόδου σε αυτήν, θεσμός που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Σπάρτη προς τα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα, κατά τον Β' Μεσσηνιακό πόλεμο (α. «τήν τε γὰρ πὸλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἤ μαθήματος ἤ θεάματος», Θουκ.
β. «πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἁπάντων τῶν περισσῶν ξενηλασίαν ἐποιήσατο
διὸ οὔτε ἔμπορος, οὔτε σοφιστής... εἰσήει εἰς τὴν Σπάρτην», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ξενηλᾰσία: ἡ, (στη Σπάρτη), εκδίωξη, απέλαση ξένων από τη χώρα, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.