οἰκείω: Difference between revisions
τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
(28) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [[οικείος]]<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[προσαρμόζω]], [[κάνω]] [[κάτι]] κατάλληλο για κάποιον («[[τριμμάτιον]] ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>οἰκειοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[κάνω]] δικό μου κάποιον ή [[κάτι]] που ανήκει σε άλλον, [[θεωρώ]] ότι ανήκει σε μένα, [[οικειοποιούμαι]], σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῡσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον οικείο σε μένα, τον [[κάνω]] φίλο μου<br /><b>4.</b> (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, [[συνδέομαι]] ισχυρά με [[κάτι]] («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῡσθαι ταῑς ψυχαῑς τῶν παίδων», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[γίνομαι]] [[φίλος]]<br />γ) [[αποκτώ]] τη [[φιλία]], την [[εύνοια]] κάποιου («οἰκειοῡσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)<br />δ) εξοικειώνομαι με [[κάτι]]<br />ε) (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[είμαι]] [[προσφιλής]], [[αγαπητός]] από τη [[φύση]] μου<br />στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο [[ουράνιο]] [[τόπο]]. | |mltxt=οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) [[οικείος]]<br /><b>1.</b> [[συνάπτω]], [[προσαρμόζω]], [[κάνω]] [[κάτι]] κατάλληλο για κάποιον («[[τριμμάτιον]] ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>οἰκειοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[κάνω]] δικό μου κάποιον ή [[κάτι]] που ανήκει σε άλλον, [[θεωρώ]] ότι ανήκει σε μένα, [[οικειοποιούμαι]], σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῡσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> [[καθιστώ]] κάποιον οικείο σε μένα, τον [[κάνω]] φίλο μου<br /><b>4.</b> (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, [[συνδέομαι]] ισχυρά με [[κάτι]] («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῡσθαι ταῑς ψυχαῑς τῶν παίδων», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[γίνομαι]] [[φίλος]]<br />γ) [[αποκτώ]] τη [[φιλία]], την [[εύνοια]] κάποιου («οἰκειοῡσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)<br />δ) εξοικειώνομαι με [[κάτι]]<br />ε) (στη στωική [[φιλοσοφία]]) [[είμαι]] [[προσφιλής]], [[αγαπητός]] από τη [[φύση]] μου<br />στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο [[ουράνιο]] [[τόπο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οἰκείω:''' Επικ. αντί [[οἰκέω]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. for οἰκέω (q. v.).
German (Pape)
[Seite 299] poet. = οἰκέω, Hes. Th. 330.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκείω: Ἐπικ. ἀντὶ οἰκέω, Ἡσ. Θ. 330.
French (Bailly abrégé)
poét. c. οἰκέω.
Greek Monolingual
Greek Monolingual
οἰκειῶ, -όω (ΑΜ, Α ιων. τ. οἰκηϊόω) οικείος
1. συνάπτω, προσαρμόζω, κάνω κάτι κατάλληλο για κάποιον («τριμμάτιον ᾠκείωσα τούτοις ἀνθινὸν παντοδαπόν», Σωτ. Κωμ.)
2. μέσ. οἰκειοῡμαι, -όομαι
α) κάνω δικό μου κάποιον ή κάτι που ανήκει σε άλλον, θεωρώ ότι ανήκει σε μένα, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι («τὴν γὰρ Ἀσίην καὶ τὰ ἐνοικέοντα ἔθνεα βάρβαρα οἰκηϊεῡνται οἱ Πέρσαι», Ηρόδ.)
β) συμφιλιώνομαι («οἰκειοῡσθαι ἕνα πρὸς ἕνα», Φιλόδ.)
3. καθιστώ κάποιον οικείο σε μένα, τον κάνω φίλο μου
4. (παθ) α) συνάπτομαι, ενώνομαι, συνδέομαι ισχυρά με κάτι («τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῡσθαι ταῑς ψυχαῑς τῶν παίδων», Πλάτ.)
β) γίνομαι φίλος
γ) αποκτώ τη φιλία, την εύνοια κάποιου («οἰκειοῡσθαι δῆμον λόγῳ», Διον. Αλ.)
δ) εξοικειώνομαι με κάτι
ε) (στη στωική φιλοσοφία) είμαι προσφιλής, αγαπητός από τη φύση μου
στ) (για πλανήτη) βρίσκομαι σε έναν συγκεκριμένο ουράνιο τόπο.
Greek Monotonic
οἰκείω: Επικ. αντί οἰκέω, σε Ησίοδ.