ὀξυπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξυπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] [[αιχμή]], μυτερή [[άκρη]], [[μυτερός]]<br /><b>2.</b> [[ακανθώδης]], [[αγκαθωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πᾱγης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πᾱγ</i>- του [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>παγής</i>].
|mltxt=[[ὀξυπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[οξεία]] [[αιχμή]], μυτερή [[άκρη]], [[μυτερός]]<br /><b>2.</b> [[ακανθώδης]], [[αγκαθωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πᾱγης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πᾱγ</i>- του [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημι</i>-<i>παγής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀξῠπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που έχει αιχμηρό [[άκρο]], αιχμηρή [[απόληξη]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπᾰγής Medium diacritics: ὀξυπαγής Low diacritics: οξυπαγής Capitals: ΟΞΥΠΑΓΗΣ
Transliteration A: oxypagḗs Transliteration B: oxypagēs Transliteration C: oksypagis Beta Code: o)cupagh/s

English (LSJ)

ές,

   A sharp-pointed, στάλικες AP6.109 (Antip.) ; ὄνυξ Nonn.D.14.385 ; prickly, κάραβος Opp.H.1.261.

German (Pape)

[Seite 353] ές, scharf od. spitz zum Einschlagen, στάλικες, Antp. Sid. 17 (VI, 109); κάραβος, stachlig, Opp. H. 1, 261.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠπᾰγής: -ές, ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξύ, στάλικες Ἀνθ. Π. 6. 109· ὄνυξ Νόνν. Δ. 14. 385· ἀκανθώδης, κάραβος Ὀππ. Ἁλ. 1. 261.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 aiguisé ou aigu pour s’enfoncer ou pénétrer;
2 armé de pinces ou d’aiguillons.
Étymologie: ὀξύς, πήγνυμι.

Greek Monolingual

ὀξυπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός
2. ακανθώδης, αγκαθωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πᾱγης (< θ. πᾱγ- του πήγνυμι), πρβλ. ημι-παγής].

Greek Monotonic

ὀξῠπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, αιχμηρή απόληξη, σε Ανθ.