ὁπποῖος: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(29)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁπποῑος, -ίη, -ον (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>(αντων.)</b> <b>βλ.</b> [[οποίος]].
|mltxt=ὁπποῑος, -ίη, -ον (Α)<br />(<b>επικ. τ.</b>) <b>(αντων.)</b> <b>βλ.</b> [[οποίος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁπποῖος:''' [[ὁππόσε]], [[ὁππόσος]], Επικ. αντί [[ὁποῖος]] κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 363] ep. = ὁποῖος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπποῖος: ὁππόσε, ὁππόσος, Ἐπικ. ἀντὶ ὁποῖος, ὁπόσε, ὁπόσος.

English (Autenrieth)

indirect interrog., of what sort, Od. 1.171 ; ὁποἶ ἄσσα (ὁποῖά τινα), ‘about what sort’ of garments, Od. 19.218; also rel., like οἷος, correl. to τοῖος, Υ 2, Od. 17.421.

Greek Monolingual

ὁπποῑος, -ίη, -ον (Α)
(επικ. τ.) (αντων.) βλ. οποίος.

Greek Monotonic

ὁπποῖος: ὁππόσε, ὁππόσος, Επικ. αντί ὁποῖος κ.λπ.