οὐδαμός: Difference between revisions
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οὐδαμός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> (μόνο στον πληθ.) [[ούτε]] [[ένας]], [[κανένας]] («πρήγματα... οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ουδαμώς]] (Α [[οὐδαμῶς]] και, [[κατά]] δ. γρφ., οὐθαμῶς)<br />κατ' ουδένα τρόπο, με κανέναν τρόπο («δεικνύναι αὐτὰ [[οὐδαμῶς]] [[ἤθελον]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἁμός]], δωρ. τ. του [[ἐμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηδ</i>-[[αμός]])]. | |mltxt=[[οὐδαμός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> (μόνο στον πληθ.) [[ούτε]] [[ένας]], [[κανένας]] («πρήγματα... οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ουδαμώς]] (Α [[οὐδαμῶς]] και, [[κατά]] δ. γρφ., οὐθαμῶς)<br />κατ' ουδένα τρόπο, με κανέναν τρόπο («δεικνύναι αὐτὰ [[οὐδαμῶς]] [[ἤθελον]]», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οὐδέ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἁμός]], δωρ. τ. του [[ἐμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηδ</i>-[[αμός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οὐδᾰμός:''' -ή, -όν αντί οὐδὲἀμός, Ιων. αντί οὐδ-είς, [[ούτε]] καν [[ένας]], [[κανένας]], μόνο στον πληθ., [[κανείς]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, for οὐδὲ ἀμός,
A not any one, no one, like οὐδείς, A.D.Pron.57.2: used only in pl. and only by Ion. writers ( = Att. οὐδένες) , οὐδαμοί, οὐδαμῶν, etc., none, Hdt.1.18,24,57, al.; πρήγματα . . οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω, i.e. much greater than any Greek power, Id.7.145: rarely in fem., οὐδαμὰς ἄλλας Id.4.114.—Cf. μηδαμός.
German (Pape)
[Seite 408] d. i. οὐδὲ ἀμός, = οὐδείς, auch nicht Einer, keiner, Her., nur im plur., οὐδαμοὶ 'Ἰώνων, 1, 16 u. öfter, οὐδαμῶν, 7, 104, οὐδαμοῖς, 1, 24, οὐδαμούς, 2, 150 u. öfter; fem., 4, 114. Davon οὐδαμῇ, οὐδαμῶς u. ä.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδᾰμός: -ή, -όν, ἀντὶ οὐδὲ ἀμός, οὐδὲ εἶς, ὡς τὸ οὐδείς, Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 72Α· ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. παρὰ τοῖς Ἴωσι συγγραφεῦσιν, οὐδαμοί, οὐδαμῶν κτλ., Ἡρόδ. 1. 18, 24, 57, κ. ἀλλ.· ππήγματα … οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζον, δηλ. πολὺ μεγαλειτέρα πάσης Ἑλληνικῆς δυνάμεως, ὁ αὐτ. 7. 145· σπανίως ἐν τῷ θηλυκ. τύπῳ, οὐδαμὰς ἄλλας ὁ αὐτ. 4· 114. Πρβλ. μηδαμός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 aucun, pas un;
2 sans valeur.
Étymologie: οὐδέ, ἀμός.
Greek Monolingual
οὐδαμός, -ή, -όν (Α)
ιων. τ. (μόνο στον πληθ.) ούτε ένας, κανένας («πρήγματα... οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω», Ηρόδ.).
επίρρ...
ουδαμώς (Α οὐδαμῶς και, κατά δ. γρφ., οὐθαμῶς)
κατ' ουδένα τρόπο, με κανέναν τρόπο («δεικνύναι αὐτὰ οὐδαμῶς ἤθελον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ἁμός, δωρ. τ. του ἐμός (πρβλ. μηδ-αμός)].
Greek Monotonic
οὐδᾰμός: -ή, -όν αντί οὐδὲἀμός, Ιων. αντί οὐδ-είς, ούτε καν ένας, κανένας, μόνο στον πληθ., κανείς, σε Ηρόδ.