παντοπώλιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παντοπώλης]]<br />[[τόπος]] όπου πωλούνται [[κάθε]] είδους πράγματα.
|mltxt=τὸ, Α [[παντοπώλης]]<br />[[τόπος]] όπου πωλούνται [[κάθε]] είδους πράγματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παντοπώλιον:''' τό, [[μέρος]] όπου όλα τα πράγματα είναι προς [[πώληση]], γενική [[αγορά]], [[παζάρι]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοπώλιον Medium diacritics: παντοπώλιον Low diacritics: παντοπώλιον Capitals: ΠΑΝΤΟΠΩΛΙΟΝ
Transliteration A: pantopṓlion Transliteration B: pantopōlion Transliteration C: pantopolion Beta Code: pantopw/lion

English (LSJ)

τό,

   A place where all sorts of things are for sale, general market, bazaar, Pl.R.557d, Sammelb.6803iii 11 (iii B. C.), Wilcken Chr.415.78, POxy.520.1,2 (both ii A. D.):—written παντο-πωλεῖον in Aen. Tact.30.1, Poll.7.16.

German (Pape)

[Seite 464] τό, = παντοπωλεῖον, Plat. Rep. VIII, 557 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παντοπώλιον: τό, τόπος ἔνθα παντὸς εἴδους πράγματα πωλοῦνται, Πλάτ. Πολ. 557D, Πολυδ. Ζ΄, 16· παντοπωλεῖον παρ’ Εὐαγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu ou boutique où l’on vend des marchandises de toute sorte, bazar.
Étymologie: πᾶν, πωλέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α παντοπώλης
τόπος όπου πωλούνται κάθε είδους πράγματα.

Greek Monotonic

παντοπώλιον: τό, μέρος όπου όλα τα πράγματα είναι προς πώληση, γενική αγορά, παζάρι, σε Πλάτ.