πάνσεμνος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[μεγαλειώδης]], [[μεγαλοπρεπής]] («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[πάρα]] πολύ [[σεμνός]], [[υπόδειγμα]] σεμνότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σεμνός]] «[[σεβαστός]], [[μεγαλοπρεπής]]»].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[μεγαλειώδης]], [[μεγαλοπρεπής]] («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[πάρα]] πολύ [[σεμνός]], [[υπόδειγμα]] σεμνότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σεμνός]] «[[σεβαστός]], [[μεγαλοπρεπής]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάνσεμνος:''' -ον, εξαιρετικά [[μεγαλοπρεπής]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνσεμνος Medium diacritics: πάνσεμνος Low diacritics: πάνσεμνος Capitals: ΠΑΝΣΕΜΝΟΣ
Transliteration A: pánsemnos Transliteration B: pansemnos Transliteration C: pansemnos Beta Code: pa/nsemnos

English (LSJ)

ον,

   A all-majestic, μαθήματα Luc.Vit.Auct.26, cf.Anach.9.

German (Pape)

[Seite 462] ganz, sehr ehrwürdig, Luc. Vit. auct. 26 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάνσεμνος: -ον, ὁ πάνυ σεμνός, μεγαλοπρεπής, Λουκιαν. Βίων Πρᾶσις 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait vénérable.
Étymologie: πᾶν, σεμνός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.)
μσν.
πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»].

Greek Monotonic

πάνσεμνος: -ον, εξαιρετικά μεγαλοπρεπής, σε Λουκ.