παραμυθητικός: Difference between revisions
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[παραμυθητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραμυθητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραμυθία]], στην [[παρηγοριά]], που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, [[ιδίως]] τον [[ψυχικό]], ο [[παρηγορητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποβλέπει στην [[παραμυθία]], στην [[παρηγοριά]] («παραμυθητικά [[λόγια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παραμυθητικόν</i><br />[[παραμυθία]], [[παρηγοριά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Παραμυθητικός [[λόγος]]» — [[χαρακτηρισμός]] παρηγορητικής επιστολής του Πλουτάρχου [[προς]] τον Απολλώνιο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραμυθητικῶς</i> ΜΑ<br />με παραμυθητικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό / [[παραμυθητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραμυθητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραμυθία]], στην [[παρηγοριά]], που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, [[ιδίως]] τον [[ψυχικό]], ο [[παρηγορητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποβλέπει στην [[παραμυθία]], στην [[παρηγοριά]] («παραμυθητικά [[λόγια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παραμυθητικόν</i><br />[[παραμυθία]], [[παρηγοριά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Παραμυθητικός [[λόγος]]» — [[χαρακτηρισμός]] παρηγορητικής επιστολής του Πλουτάρχου [[προς]] τον Απολλώνιο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραμυθητικῶς</i> ΜΑ<br />με παραμυθητικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραμῡθητικός:''' -ή, -όν, [[παρηγορητικός]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:50, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A consolatory, -μυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ Arist.EN1171b2 ; able to assuage (sc. τῶν ἑαυτοῦ παθῶν), Chrysipp. ap. S.E.P.1.70 ; π. λόγος a letter of consolation, such as Plu. wrote to Apollonius, 2.101e sq.; π. ὑπόληψις D.Chr.12.40 ; τὸ -κόν consolation, D.H.Rh.6.4. Adv. -κῶς Eust.225.41, Sch.A.R.2.622.
German (Pape)
[Seite 490] ή, όν, ermunternd, tröstend; λόγος, Trostrede, Plut. u. Sp.; Arist. sagt auch eth. 9, 11, 3 παραμυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ. – Adv., Sp., wie Schol. Ap. Rh. 2, 624.
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 3· ἱκανὸς ὅπως ἀνακουφίσῃ τι, ἀνακουφιστικὸς (ἐξυπακουομ. τοῦ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 70· π. λόγος, ἐπιστολὴ παραμυθητική, ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον, 2. 101F, κἑξ.· οὕτω, τὸ -κόν, παραμυθία, παρηγορία, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 6. 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 225. 41.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à consoler, consolant.
Étymologie: παραμυθέομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παραμυθητικός, -ή, -όν, ΝΑ παραμυθητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμυθία, στην παρηγοριά, που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, ιδίως τον ψυχικό, ο παρηγορητικός
2. αυτός που αποβλέπει στην παραμυθία, στην παρηγοριά («παραμυθητικά λόγια»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμυθητικόν
παραμυθία, παρηγοριά
2. φρ. «Παραμυθητικός λόγος» — χαρακτηρισμός παρηγορητικής επιστολής του Πλουτάρχου προς τον Απολλώνιο.
επίρρ...
παραμυθητικῶς ΜΑ
με παραμυθητικό τρόπο.
Greek Monotonic
παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, σε Αριστ.