παραφθάνω: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(31) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, παραφτάνω Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[υπεραρκετός]], [[επαρκώ]] σε [[μέγιστο]] βαθμό, [[φτάνω]] και [[περισσεύω]] («[[φτάνω]] και παραφτάνω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προλαμβάνω]], [[προφθάνω]], [[καταφθάνω]], [[φθάνω]] κάποιον καταδιώκοντας τον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραφθάνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] από κάποιον, τον [[ξεπερνώ]]<br /><b>3.</b> (για [[άλογο]]) [[νικώ]] σε αγώνα δρόμου, [[έρχομαι]] [[πρώτος]] σε [[ιπποδρομία]]. | |mltxt=ΝΑ, παραφτάνω Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[υπεραρκετός]], [[επαρκώ]] σε [[μέγιστο]] βαθμό, [[φτάνω]] και [[περισσεύω]] («[[φτάνω]] και παραφτάνω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προλαμβάνω]], [[προφθάνω]], [[καταφθάνω]], [[φθάνω]] κάποιον καταδιώκοντας τον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παραφθάνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[υπερτερώ]], [[υπερέχω]] από κάποιον, τον [[ξεπερνώ]]<br /><b>3.</b> (για [[άλογο]]) [[νικώ]] σε αγώνα δρόμου, [[έρχομαι]] [[πρώτος]] σε [[ιπποδρομία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραφθάνω:''' [ᾰ], αόρ. βʹ <i>παρέφθην</i>, Ενεργ. μτχ. και Μέσ. [[παραφθάς]], -[[φθάμενος]]· [[προφταίνω]], [[προλαμβάνω]], [[ξεπερνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· εἰδ' [[ἄμμε]] παραφθαίησι [[πόδεσσι]] (γʹ ενικ. Επικ. ευκτ.), στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰν], aor. 2 παρέφθην, part. Act. and Med. παραφθάς, -φθάμενος (the only tense used by Hom.) :—
A overtake, outstrip, τοσσάκι μιν . . ἀποστρέψασκε παραφθάς Il.22.197 ; εἰ δ' ἄμμε παραφθαίῃσι πόδεσσιν (nisi leg. -φθήῃσι) 10.346 ; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον 23.515 ; of a horse, win a race, Paus.5.8.8, cf. Hld.4.4.
German (Pape)
[Seite 506] (s. φθάνω), zuvorkommen, bes. im Laufe übertreffen, einholen, τινά, εἰ δ' ἄμμε παραφθαίησι (opt. für παραφθαίη) πόδεσσιν, Il. 10, 346; παραφθάς, 22, 197; u. eben so im med., οὔτι τάχει γε παραφθάμενος Μενέλαον, 23, 515; Sp. auch nur im aor. παρέφθην, Paus. 5, 8, 8, Heliod. 4, 7.
Greek (Liddell-Scott)
παραφθάνω: [ᾰ], ἀόρ. β΄ παρέφθην, μετοχ. ἐνεργ. καὶ μέσ., παραφθές, -φθάμενος, ὁ μόνος χρόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ.: ἀόρ. α΄ μετοχ., παραφθάσας μνημονεύεται ἐκ τοῦ Νόννου. Προφθάνω, καταφθάνω, τοσσάκι μιν... ἀποστρέψασκε παραφθὰς Ἰλ. Χ. 197· εἰ δ’ ἄμμε παραφθήῃσι πόδεσσι (Ἐπικ. ὑποτ., κοινῶς παραφθαίησι, ὅπερ εἶναι εὐκτ., ἴδε Spitzn.), Κ. 346· κέρδεσιν, οὔτι τάχει γε, παραφθάμενος Μενέλαον Ψ. 515.
French (Bailly abrégé)
ao.2 παρέφθην, 3ᵉ sg. opt. épq. παραφθαίησι, part. παραφθάς et part. Moy. παραφθάμενος;
devancer, dépasser à la course, acc..
Étymologie: παρά, φθάνω.
English (Autenrieth)
aor. 2 opt. παραφθαίησι, part. παραφθάς, mid. παραφθάμενος: overtake, pass by. (Il.)
Greek Monolingual
ΝΑ, παραφτάνω Ν
νεοελλ.
είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύω («φτάνω και παραφτάνω»)
αρχ.
1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον
2. μέσ. παραφθάνομαι
μτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τον ξεπερνώ
3. (για άλογο) νικώ σε αγώνα δρόμου, έρχομαι πρώτος σε ιπποδρομία.
Greek Monotonic
παραφθάνω: [ᾰ], αόρ. βʹ παρέφθην, Ενεργ. μτχ. και Μέσ. παραφθάς, -φθάμενος· προφταίνω, προλαμβάνω, ξεπερνώ, σε Ομήρ. Ιλ.· εἰδ' ἄμμε παραφθαίησι πόδεσσι (γʹ ενικ. Επικ. ευκτ.), στο ίδ.