παρασκευαστής: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />θηλ. -στρια, Ν [[παρασκευάζω]]<br />αυτός που παρασκευάζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαθμός]] του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, [[βοηθός]] καθηγητή ο [[οποίος]] ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια.
|mltxt=ο, ΝΑ<br />θηλ. -στρια, Ν [[παρασκευάζω]]<br />αυτός που παρασκευάζει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βαθμός]] του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, [[βοηθός]] καθηγητή ο [[οποίος]] ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρασκευαστής:''' -οῦ, ὁ, [[τροφοδότης]], [[προμηθευτής]], <i>τινος</i>, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκευαστής Medium diacritics: παρασκευαστής Low diacritics: παρασκευαστής Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ
Transliteration A: paraskeuastḗs Transliteration B: paraskeuastēs Transliteration C: paraskevastis Beta Code: paraskeuasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A provider, ἐπιθυμιῶν ib.518c.

German (Pape)

[Seite 498] ὁ, der vorbereitet, macht; ἐπιθυμιῶν, Plat. Gorg. 518 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ παρασκευάζων, παρέχων τι, τινος Πλάτ. Γοργ. 518C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui prépare : ministre, serviteur.
Étymologie: παρασκευάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
θηλ. -στρια, Ν παρασκευάζω
αυτός που παρασκευάζει κάτι
νεοελλ.
βαθμός του βοηθητικού προσωπικού του πανεπιστημίου, βοηθός καθηγητή ο οποίος ετοιμάζει την ύλη και τα όργανα τών πρακτικών ασκήσεων και πειραμάτων στα εργαστήρια.

Greek Monotonic

παρασκευαστής: -οῦ, ὁ, τροφοδότης, προμηθευτής, τινος, σε Πλάτ.