πεδοστιβής: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει [[πάνω]] στη γη, που [[πατά]] τη γη<br /><b>2.</b> ο [[πεζός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]], [[βαδίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιο</i>-<i>στιβής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει [[πάνω]] στη γη, που [[πατά]] τη γη<br /><b>2.</b> ο [[πεζός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδον]] «[[έδαφος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>στιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στίβος]] <span style="color: red;"><</span> [[στείβω]] «[[πατώ]], [[βαδίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιο</i>-<i>στιβής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεδοστῐβής:''' -ές ([[στιβεῖν]]), αυτός που [[πατά]] στη γη, σε Ευρ.· πεζό, αντίθ. προς το [[ἱππηλάτης]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A earth-treading, opp. πτεροῦς, A.Supp.1000 ; ὄχος, πούς, E. Med.1123, Hel.1516 ; ηὕδομεν πεδοστιβεῖς Id.Rh.763 (s.v.l.). 2 on foot, opp. ἱππηλάτης, λεώς A.Pers.127 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 542] ές, den Boden betretend; λεώς, im Ggstz der Reiter, Aesch. Pers. 125; κνώδαλα, im Ggstz der πτεροῦντα, der Vögel, Suppl. 978; ὄχος, Eur. Med. 1123, auf dem Lande; πούς, Hel. 1532; auch εὕδομεν πεδοστιβεῖς, auf der Erde, Rhes. 763; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πεδοστῐβής: -ές, ὁ πατῶν τὴν γῆν, ἀντίθετον τῷ πτεροῦς, Αἰσχ. Ἱκέτ. 1000· ὄχος, ποὺς Εὐρ. Μήδ. 1123, Ἑλ. 1516· εὕδειν π. ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 763· - πεζὸς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἱππηλάτης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 127.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui foule le sol, qui marche sur le sol.
Étymologie: πέδον, στείβω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που βαδίζει πάνω στη γη, που πατά τη γη
2. ο πεζός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ, βαδίζω»), πρβλ. ηλιο-στιβής].
Greek Monotonic
πεδοστῐβής: -ές (στιβεῖν), αυτός που πατά στη γη, σε Ευρ.· πεζό, αντίθ. προς το ἱππηλάτης, σε Αισχύλ.