πελαγῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(Bailly1_4)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίτιδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui navigue en pleine mer.<br />'''Étymologie:''' [[πέλαγος]].
|btext=ίτιδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui navigue en pleine mer.<br />'''Étymologie:''' [[πέλαγος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πελᾰγῖτις:''' -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προέρχεται ή βρίσκεται πάνω στη [[θάλασσα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελᾰγῖτις Medium diacritics: πελαγῖτις Low diacritics: πελαγίτις Capitals: ΠΕΛΑΓΙΤΙΣ
Transliteration A: pelagîtis Transliteration B: pelagitis Transliteration C: pelagitis Beta Code: pelagi=tis

English (LSJ)

ιδος, fem. Adj.

   A of or on the sea, νᾶες AP12.53 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

πελαγῖτις: -ιδος, θηλ. ἐπίθ., ἡ διατρέχουσα τὰ πελάγη εὔφορτοι νῆες πελαγίτιδες (-είτιδες Κῶδ.) Ἀνθ. Π. 12. 53· - τὸ ἀρσεν. παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 4478: «τὸν πελαγίτην θύννον».

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
qui navigue en pleine mer.
Étymologie: πέλαγος.

Greek Monotonic

πελᾰγῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προέρχεται ή βρίσκεται πάνω στη θάλασσα, σε Ανθ.