πέλεκκον: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α<br />η [[λαβή]] του πελέκεως, το [[στειλιάρι]] («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πέλεκ</i>-<i>F</i>-<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέλεκυς]] (<b>πρβλ.</b> [[λάκκος]] <span style="color: red;"><</span> <i>λάκFος</i>)].
|mltxt=τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α<br />η [[λαβή]] του πελέκεως, το [[στειλιάρι]] («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πέλεκ</i>-<i>F</i>-<i>ον</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέλεκυς]] (<b>πρβλ.</b> [[λάκκος]] <span style="color: red;"><</span> <i>λάκFος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πέλεκκον:''' τό ή πέλεκκος, ὁ ([[πέλεκυς]]), [[τσεκούρι]], [[λαβή]] τσεκουριού, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλεκκον Medium diacritics: πέλεκκον Low diacritics: πέλεκκον Capitals: ΠΕΛΕΚΚΟΝ
Transliteration A: pélekkon Transliteration B: pelekkon Transliteration C: pelekkon Beta Code: pe/lekkon

English (LSJ)

τό, or πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς)

   A axe-handle, Il.13.612, cf. Poll. 10.146, Hsch.

German (Pape)

[Seite 550] τό, Griff oder Stiel der Art, Il. 13, 612.

Greek (Liddell-Scott)

πέλεκκον: τό, ἢ πέλεκκος, ὁ, (πέλεκυς) λαβὴ πελέκεως, κοινῶς «στειλιάρι», Ἰλ. Ν. 612, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 146. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πέλεκκος˙ στελεός, ὅ ἐστι ξύλον εἰς τὴν ὀπὴν τῶν πελέκεων βαλλόμενον».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
manche de hache.
Étymologie: πέλεκυς.

Greek Monolingual

τὸ, και πέλεκκος, ὁ, Α
η λαβή του πελέκεως, το στειλιάρι («εἵλετο... ἀξίνην... ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκῳ μακρῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκ-F-ον < πέλεκυς (πρβλ. λάκκος < λάκFος)].

Greek Monotonic

πέλεκκον: τό ή πέλεκκος, ὁ (πέλεκυς), τσεκούρι, λαβή τσεκουριού, σε Ομήρ. Ιλ.