περιαστράπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(32)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[λάμπω]] [[γύρω]] από κάποιον, [[περιβάλλω]] κάποιον με [[λάμψη]] («[[ἐξαίφνης]] περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῡ οὐρανοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[θαμπώνω]] κάποιον («τῇ ὑπερβολῇ τοῡ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αστράφτω]] [[ολόγυρα]] («προσεφάνησαν ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῑς ὅπλοις», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[φωτίζω]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[λάμπω]] [[γύρω]] από κάποιον, [[περιβάλλω]] κάποιον με [[λάμψη]] («[[ἐξαίφνης]] περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῡ οὐρανοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[θαμπώνω]] κάποιον («τῇ ὑπερβολῇ τοῡ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αστράφτω]] [[ολόγυρα]] («προσεφάνησαν ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῑς ὅπλοις», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[φωτίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιαστράπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αστράπτω]] [[ολόγυρα]], με αιτ., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαστράπτω Medium diacritics: περιαστράπτω Low diacritics: περιαστράπτω Capitals: ΠΕΡΙΑΣΤΡΑΠΤΩ
Transliteration A: periastráptō Transliteration B: periastraptō Transliteration C: periastrapto Beta Code: periastra/ptw

English (LSJ)

   A flash around, φῶς π. τινά Act.Ap.9.3, cf. Jul.Or.4.131a; περί τινα Act.Ap.22.6: abs., ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῖς ὅπλοις LXX 4 Ma.4.10.    2 dazzle, ὁ ἀνὴρ περιαστράπτεται ὑπὸ κάλλους is dazzled with beauty, Junc. ap. Stob.4.50.95, cf. Gal.19.220.

German (Pape)

[Seite 569] ringsum blitzen, Sp., wie N. T.; auch übertr., περιαστράπτεσθαι ὑπὸ τοῦ κάλλους, Iunc. bei Stob.

Greek (Liddell-Scott)

περιαστράπτω: ἀστράπτω περί τινα, ἐξαίφνης τε αὐτὸν περιήστραψεν φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 3· ὡσαύτως, περί τινα αὐτόθι κβ΄, 6. 2) θαμβώνω, τῇ ὑπερβολῇ τοῦ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα Βασιλ. Ὁμιλ. Β΄ ἐν τῷ Ἑξαημ. ὑπὸ κάλλους καὶ ἡδονῆς περιαστράπτεσθαι λέγουσαι τὸν ἄνδρα, ἔχειν περὶ ἑαυτὸν λάμψιν τινά, ἀπαστράπτειν ἐκ καλλονῆς, Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 117, 9 (τ. 3, σ. 447 Gaisf).

French (Bailly abrégé)

illuminer d’éclairs tout autour.
Étymologie: περί, ἀστράπτω.

English (Strong)

from περί and ἀστράπτω; to flash all around, i.e. envelop in light: shine round (about).

English (Thayer)

1st aorist περιηστραψα (Relz L περιεστραψα (see Buttmann, 34 f (30) and Tdf. s note)), to flash around, shine about, (περί, III:1): τινα, περί τινα, 4 Maccabees 4:10); ecclesiastical and Byzantine writings.)

Greek Monolingual

ΜΑ
1. λάμπω γύρω από κάποιον, περιβάλλω κάποιον με λάμψηἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῡ οὐρανοῡ», ΚΔ)
2. μτφ. θαμπώνω κάποιον («τῇ ὑπερβολῇ τοῡ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα», Βασ.)
αρχ.
1. αστράφτω ολόγυρα («προσεφάνησαν ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῑς ὅπλοις», ΠΔ)
2. φωτίζω.

Greek Monotonic

περιαστράπτω: μέλ. -ψω, αστράπτω ολόγυρα, με αιτ., σε Καινή Διαθήκη