πόρθημα: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[πορθώ]]<br /><b>1.</b> [[εκπόρθηση]] πόλης<br /><b>2.</b> [[λεηλασία]], [[λαφυραγωγία]]. | |mltxt=τὸ, Α [[πορθώ]]<br /><b>1.</b> [[εκπόρθηση]] πόλης<br /><b>2.</b> [[λεηλασία]], [[λαφυραγωγία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πόρθημα:''' -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, = sq., Plu. Sull. 16 (pl.).
German (Pape)
[Seite 683] τό, das Zerstörte, Plut. Sull. 16.
Greek (Liddell-Scott)
πόρθημα: τό, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Σύλλ. 16.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dévastation, ruine, pillage.
Étymologie: πορθέω.
Greek Monolingual
τὸ, Α πορθώ
1. εκπόρθηση πόλης
2. λεηλασία, λαφυραγωγία.
Greek Monotonic
πόρθημα: -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.