ποταμός: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(33)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μεγάλο [[ρεύμα]] γλυκών υδάτων, [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού που ρέει [[συνεχώς]] σε μια [[κοίτη]] με καθορισμένες όχθες και που τροφοδοτείται από τα νερά τών βροχών, από πηγές και από την [[τήξη]] παγετώνων (α. «και συνέπεσε να περιηγείται κάποιαν [[κοιλάδα]] τριγυρισμένην από [[πέντε]] ποταμούς», Ζερβ.<br />β. «καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ [[ἦλθον]] οἱ ποταμοί...», Μηναί.<br />γ. «ἐς ποταμὸν βαθύρροον, ἀργυροδίνην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αφθονία]], [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[πληθώρα]], [[πλημμύρα]] (α. «ποταμοί δακρύων» β. «ποταμοὶ νοημάτων», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «ποταμὸς πραγμάτων», Πορφ.)<br /><b>3.</b> [[ρεύμα]], ροή, [[ρους]] (α. «ο [[ποταμός]] της λάβας» β. «ἐκραγήσονταί ποτε ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες... τῆς καλλικάρπου Σικελίας λευροὺς γύας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «άνω ποταμών» — λέγεται για να δηλώσει [[κάτι]] που ξεφεύγει [[τελείως]] από τη [[λογική]], που [[είναι]] [[τελείως]] παράλογο και αφύσικο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθεμιά από τις μεγάλες δοκούς στέγης ή πατώματος, κν. [[τράβα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ποταμέ μου, να μη σέ ήξερα, [[κολύμπι]] που θα σέ πέρναγα» — αν δεν ήξερα τί σόι [[άνθρωπος]] είσαι, [[ποιος]] [[είναι]] ο [[πραγματικός]] σου [[χαρακτήρας]], θα σέ εμπιστευόμουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διώρυγα]], [[κανάλι]] («ξηρανθεῑσαι γὰρ τοῡ θέρους ξηραίνουσι και τὸν ποταμόν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Ποταμός</i><br />α) [[ονομασία]] του αστερισμού Ηριδανός<br />β) [[ονομασία]] θεότητας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγεις» — λεγόταν για να δηλώσει τη [[μηδαμινότητα]] της συμβολής κάποιου [[καθώς]] και τη [[ματαιοδοξία]] ή και τη [[ματαιοπονία]]<br />β) «ποταμῷ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ [[αὐτῶ]]» — λεγόταν για [[δήλωση]] της διαρκούς ροής τών πραγμάτων, της συνεχούς κίνησης και αλλαγής <b>(Ηράκλ.)</b><br />γ) «νυκτὸς [[ποταμός]]» — ο [[ποταμός]] του άδη (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ποτ</i>-[[αμός]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποτ</i>- του [[πίπτω]] (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πετ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[αμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>συλ</i>-[[αμός]], <i>πλόκ</i>-<i>αμος</i>) με την [[έννοια]] ότι ο [[ποταμός]] χύνεται ορμητικά [[καθώς]] σε πολλές περιπτώσεις πέφτει από [[ψηλά]]. Προβλήματα [[ωστόσο]] στην ανεπιφύλακτη [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[πίπτω]] γεννά η [[χρησιμοποίηση]] του επιθ. <i>διι</i>-<i>πετής</i> «[[ορμητικός]]» ως προσδιορισμού της λ. [[ποταμός]]. Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[πετάννυμι]] «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]», με την [[έννοια]] ότι ο [[ποταμός]] [[είναι]] [[μάζα]] νερού που απλώνεται, εκτείνεται, δεν ικανοποιεί από σημασιολογική [[άποψη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ποταμηδόν]], [[ποτάμι]](<i>ον</i>), [[ποτάμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ποταμεύς]], [[ποταμήϊος]], [[ποταμηνή]], [[ποταμιαῖος]], [[ποταμίσκος]], [[ποταμίτης]], <i>ποταμῖτις</i>, [[ποταμόνδε]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ποταμώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ποταμάκι]], [[ποταμήσιος]], [[ποταμιά]], [[ποταμίδα]], [[πόταμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ποταμογείτων]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ποταμηγός]], [[ποταμηπόρος]], [[ποταμοδιάρτης]], [[ποταμόκλυστος]], [[ποταμόρρυτος]], [[ποταμοφυλακία]], [[ποταμόχους]], [[ποταμόχωστος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ποταμοθάλασσα]], [[ποταμόπνικτος]], [[ποταμορριφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ποταμάρχης]], [[ποτάμαρχος]], [[ποταμογενής]], [[ποταμοδέτης]], [[ποταμόκολπος]], [[ποταμολίμνη]], [[ποταμολογία]], [[ποταμόμετρο]], [[ποταμοπλαγκτόν]], <i>ποταμοπλοΐα</i>, [[ποταμόπλοιο]], [[ποταμόσυκο]], [[ποταμόφιλος]], [[ποταμοφράκτης]], [[ποταμοφυής]], [[ποταμόψαρο]]. (Β' συνθετικό) [[ιπποπόταμος]], [[πολυπόταμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διπόταμος]], [[καλλιπόταμος]], [[κυνοπόταμος]], [[ξηροπόταμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροπόταμος]], [[ξεροπόταμος]], [[παραπόταμος]]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> μεγάλο [[ρεύμα]] γλυκών υδάτων, [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] νερού που ρέει [[συνεχώς]] σε μια [[κοίτη]] με καθορισμένες όχθες και που τροφοδοτείται από τα νερά τών βροχών, από πηγές και από την [[τήξη]] παγετώνων (α. «και συνέπεσε να περιηγείται κάποιαν [[κοιλάδα]] τριγυρισμένην από [[πέντε]] ποταμούς», Ζερβ.<br />β. «καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ [[ἦλθον]] οἱ ποταμοί...», Μηναί.<br />γ. «ἐς ποταμὸν βαθύρροον, ἀργυροδίνην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αφθονία]], [[μεγάλη]] [[ποσότητα]], [[πληθώρα]], [[πλημμύρα]] (α. «ποταμοί δακρύων» β. «ποταμοὶ νοημάτων», Ιωάνν. Χρυσ.<br />γ. «ποταμὸς πραγμάτων», Πορφ.)<br /><b>3.</b> [[ρεύμα]], ροή, [[ρους]] (α. «ο [[ποταμός]] της λάβας» β. «ἐκραγήσονταί ποτε ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες... τῆς καλλικάρπου Σικελίας λευροὺς γύας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «άνω ποταμών» — λέγεται για να δηλώσει [[κάτι]] που ξεφεύγει [[τελείως]] από τη [[λογική]], που [[είναι]] [[τελείως]] παράλογο και αφύσικο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καθεμιά από τις μεγάλες δοκούς στέγης ή πατώματος, κν. [[τράβα]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ποταμέ μου, να μη σέ ήξερα, [[κολύμπι]] που θα σέ πέρναγα» — αν δεν ήξερα τί σόι [[άνθρωπος]] είσαι, [[ποιος]] [[είναι]] ο [[πραγματικός]] σου [[χαρακτήρας]], θα σέ εμπιστευόμουν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διώρυγα]], [[κανάλι]] («ξηρανθεῑσαι γὰρ τοῡ θέρους ξηραίνουσι και τὸν ποταμόν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Ποταμός</i><br />α) [[ονομασία]] του αστερισμού Ηριδανός<br />β) [[ονομασία]] θεότητας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγεις» — λεγόταν για να δηλώσει τη [[μηδαμινότητα]] της συμβολής κάποιου [[καθώς]] και τη [[ματαιοδοξία]] ή και τη [[ματαιοπονία]]<br />β) «ποταμῷ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ [[αὐτῶ]]» — λεγόταν για [[δήλωση]] της διαρκούς ροής τών πραγμάτων, της συνεχούς κίνησης και αλλαγής <b>(Ηράκλ.)</b><br />γ) «νυκτὸς [[ποταμός]]» — ο [[ποταμός]] του άδη (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ποτ</i>-[[αμός]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ποτ</i>- του [[πίπτω]] (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πετ</i>-<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[αμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>συλ</i>-[[αμός]], <i>πλόκ</i>-<i>αμος</i>) με την [[έννοια]] ότι ο [[ποταμός]] χύνεται ορμητικά [[καθώς]] σε πολλές περιπτώσεις πέφτει από [[ψηλά]]. Προβλήματα [[ωστόσο]] στην ανεπιφύλακτη [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[πίπτω]] γεννά η [[χρησιμοποίηση]] του επιθ. <i>διι</i>-<i>πετής</i> «[[ορμητικός]]» ως προσδιορισμού της λ. [[ποταμός]]. Η [[σύνδεση]] του τ. με το ρ. [[πετάννυμι]] «[[απλώνω]], [[εκτείνω]]», με την [[έννοια]] ότι ο [[ποταμός]] [[είναι]] [[μάζα]] νερού που απλώνεται, εκτείνεται, δεν ικανοποιεί από σημασιολογική [[άποψη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ποταμηδόν]], [[ποτάμι]](<i>ον</i>), [[ποτάμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ποταμεύς]], [[ποταμήϊος]], [[ποταμηνή]], [[ποταμιαῖος]], [[ποταμίσκος]], [[ποταμίτης]], <i>ποταμῖτις</i>, [[ποταμόνδε]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ποταμώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ποταμάκι]], [[ποταμήσιος]], [[ποταμιά]], [[ποταμίδα]], [[πόταμος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ποταμογείτων]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ποταμηγός]], [[ποταμηπόρος]], [[ποταμοδιάρτης]], [[ποταμόκλυστος]], [[ποταμόρρυτος]], [[ποταμοφυλακία]], [[ποταμόχους]], [[ποταμόχωστος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ποταμοθάλασσα]], [[ποταμόπνικτος]], [[ποταμορριφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ποταμάρχης]], [[ποτάμαρχος]], [[ποταμογενής]], [[ποταμοδέτης]], [[ποταμόκολπος]], [[ποταμολίμνη]], [[ποταμολογία]], [[ποταμόμετρο]], [[ποταμοπλαγκτόν]], <i>ποταμοπλοΐα</i>, [[ποταμόπλοιο]], [[ποταμόσυκο]], [[ποταμόφιλος]], [[ποταμοφράκτης]], [[ποταμοφυής]], [[ποταμόψαρο]]. (Β' συνθετικό) [[ιπποπόταμος]], [[πολυπόταμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διπόταμος]], [[καλλιπόταμος]], [[κυνοπόταμος]], [[ξηροπόταμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροπόταμος]], [[ξεροπόταμος]], [[παραπόταμος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποτᾰμός:''' -οῦ, ὁ (√<i>ΠΟ</i> για κάποιους χρόνους του [[πίνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ποταμός]], υδάτινο [[ρεύμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., [[ἄνω]] ποταμῶν χωροῦσι παγαί, λέγεται για παράξενα, ασυνήθιστα πράγματα, σε Ευρ.· λέγεται για ποταμούς από [[φωτιά]] ή [[λάβα]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[πρόσωπο]], [[Ποταμός]], η [[θεότητα]] του ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμός Medium diacritics: ποταμός Low diacritics: ποταμός Capitals: ΠΟΤΑΜΟΣ
Transliteration A: potamós Transliteration B: potamos Transliteration C: potamos Beta Code: potamo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A river, stream, Ὠκεανοῖο ἐξ οὗ περ πάντες π. Il.21.196; π. ἁλιμυρήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης, βαθύρροος, δεινός, διιπετής, δινήεις, ἐΰρροος, ἐρίδουπος, εὐρὺ ῥέων, θεῖος, ἱερός, ἴφθιμος, καλλίροος, κελάδων, λάβρος, πλήθων, χειμάρροος, ὠκύροος, Od.5.460, Il.21.8, 212, 8, 25, 17.263, Od.11.242, Il.21.130, Od.10.515 (pl.), Il.21.304, Od.11.238, 10.351 (pl.), Il.17.749 (pl.), Od.5.441, Il.18.576, 21.270, 5.87, 87, 598; νυκτὸς π., of the rivers of hell, Pi.Fr.130.9: prov., ἄνω ποταμῶν, of extraordinary events, A.Fr.335, etc. (in full, ἄνω π. ἱερῶν χωροῦσι παγαί E.Med.410 (lyr.)); π. οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ Heraclit. 91; π. θαλάσσῃ ἐρίζεις, of unequal combats, Suid., etc.    2 metaph., rivers of fire or lava, Pi.P.1.22, A.Pr.370: Com., ζωμοῦ π. κρέα θερμὰ κυλίνδων Telecl.1.8, cf. Pherecr.108.3; also π. πραγμάτων Porph. Marc.5.    3 artificial stream, canal, Str.16.1.10, Arr.An.7.21.1; οἱ ὀρυχθέντες π. OGI54.23 (Adule, iii B. C.).    II personified, rivergod, Il.20.7, 73, etc.    III name of the constellation Eridanus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.20, Arat.358, etc.

German (Pape)

[Seite 688] ὁ (πίνω, πέπομαι, ποτός, eigtl. trinkbar, süßes Wasser, im Ggstz des salzigen Meerwassers), der Fluß, Strom; Hom. u. Folgde überall; bei Hom. heißen sie διϊπετής, καλλίροος, δινήεις u. ä.; er nennt auch den Okeanos so, als den die Erdscheibe umgebenden Fluß; ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς, Pind. P. 9, 47; Tragg., Ar., u. in Prosa; neben θάλαττα, Plat. Tim. 22 d, u. κρήνη, Legg. VI, 761 b; auch πυρός, Phaed. 111 d; Folgde überall. Nach Eur. Med. 411 ist ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί sprichwörtlich geworden, Zen. 2, 56, ἐπὶ τῶν ὑπεναντίως λεγομένων ἢ γινομένων; vgl. Dem. 19, 287; auch ἄνω γὰρ ποταμῶν τοῦτό γε, Luc. D. Mort. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμός: -οῦ, ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., Ἡσ., κλπ.· τὰ Ὁμηρικὰ αὐτοῦ ἐπίθετα εἶναι ἁλιμυρήεις, ἀργυροδίνης, βαθυδίνης, βαθύρροος, δεινός, διϊπετής, δινήεις, δῖος, δονακεύς, ἐΰρροος, ἐρίδουπος, εὐρὺς ῥέων, θεῖος, ἱερός, ἴφθιμος, καλλίροος, κελάδων, λάβρος, πλήθων, χειμάρροος, ὠκύροος, (ἴδε τὰς λέξ.)· ὁ Ὅμ. ἐπίστευεν ὅτι πάντες οἱ ποταμοὶ ἐλάμβανον τὰ ὕδατα αὐτῶν ἐκ τοῦ Ὠκεανοῦ εἰς ὃν καὶ ἔχυνον αὐτὰ πάλιν, Ἰλ. Φ. 196· ― παροιμ., ἄνω ποταμῶν, «ἐπὶ τῶν ἐπ’ ἐναντίᾳ γινομένων» (Ἡσύχ.), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 378, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 410: δὶς εἰς τῷ αὐτῷ π. οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι Ἡράκλειτ. παρ’ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 18· ποταμὸς θαλάσσῃ ἐρίζεις, «ἐπὶ τῶν διατεινομένων πρὸς κρείττονας» Σουΐδ., ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγεις, «ἐπὶ τῶν τοῖς ἔχουσι προσφερόντων» παρὰ τῷ αὐτῷ: ― ἐπὶ ποταμῶν πυρὸς ἢ λάβας, Πινδ. Π. 1. 42, Αἰσχύλ. Πρ. 368· νυκτὸς ποταμοί, ἐπὶ τῶν ποταμῶν τοῦ ᾍδου, Πινδ. Ἀποσπ. 95. 9. ― Πρβλ. πηγή, κρήνη, κρουνός. 2) τεχνητὸς ποταμός, διῶρυξ, Ἀρρ. Ἀν. 7. 21, Στράβ. 740. 3) μεταφορ., ζωμοῦ δ’ ἔρρει παρὰ τὰς κλίνας ποταμὸς κρέα θερμὰ κυλίνδων Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτ.» 1. 8, πρβλ. Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 3. ΙΙ. ὡς θεότης, οὔτε τις οὖν Ποταμῶν ἀπέην, νόσφ’ Ὠκεανοῖο, οὔτ’ ἄρα Νυμφάων Ἰλ. Υ. 7, 73, κτλ. (Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΠΟ, ποτός, πίνω)· καὶ ἐὰν οὕτω, τότε κυρίως ἐπὶ γλυκέος ὕδατος, καλοῦ δηλ. πρὸς πόσιν, ὕδωρ πότιμον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ τῆς θαλάσσης. Ἀλλὰ παρατηρητέον ὅτι κατὰ τὰς ἀρχαιοτάτας γεωγραφικὰς γνώσεις ὁ ὠκεανὸς ἦτο ὡσαύτως ποταμός, ἴδε ἐν. λέξ. ὠκεανός).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fleuve, rivière ; en gén. tout courant liquide, particul. courant de lave, de feu.
Étymologie: R. Πετ, voler, s’élancer, courir.

English (Autenrieth)

river; freq. personified as river-god, Il. 5.544, Il. 14.245.

English (Slater)

ποτᾰμός (-οῦ, -ῷ, -όν, -οί.)
   1 river ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ (i. e. ποτάμιον) (O. 2.9) ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον (O. 5.11) ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων (P. 1.22) “χὠπόσαι ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς ψάμαθοι κλονέονται” (P. 9.47) “ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει” (? the river Nestos, west of Abdera) Πα. 2. . ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136. met., τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ fr. 130. 2. ad Θρ. . [ποταμοῦ (Π: del. Wil. ut gloss.) fr. 70. 2.] cf. Σ, (Pae. 10.2)

English (Strong)

probably from a derivative of the alternate of πίνω (compare πότος); a current, brook or freshet (as drinkable), i.e. running water: flood, river, stream, water.

English (Thayer)

ποταμοῦ, ὁ, from Homer down, the Sept. for נָהָר and יְאֹר, a stream, a river: L T Tr WH; Winer's Grammar, § 30,2a.); a torrent, streams, floods), John 7:38.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. μεγάλο ρεύμα γλυκών υδάτων, μεγάλη ποσότητα νερού που ρέει συνεχώς σε μια κοίτη με καθορισμένες όχθες και που τροφοδοτείται από τα νερά τών βροχών, από πηγές και από την τήξη παγετώνων (α. «και συνέπεσε να περιηγείται κάποιαν κοιλάδα τριγυρισμένην από πέντε ποταμούς», Ζερβ.
β. «καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοί...», Μηναί.
γ. «ἐς ποταμὸν βαθύρροον, ἀργυροδίνην», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. αφθονία, μεγάλη ποσότητα, πληθώρα, πλημμύρα (α. «ποταμοί δακρύων» β. «ποταμοὶ νοημάτων», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «ποταμὸς πραγμάτων», Πορφ.)
3. ρεύμα, ροή, ρους (α. «ο ποταμός της λάβας» β. «ἐκραγήσονταί ποτε ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες... τῆς καλλικάρπου Σικελίας λευροὺς γύας», Αισχύλ.)
4. φρ. «άνω ποταμών» — λέγεται για να δηλώσει κάτι που ξεφεύγει τελείως από τη λογική, που είναι τελείως παράλογο και αφύσικο
νεοελλ.
1. καθεμιά από τις μεγάλες δοκούς στέγης ή πατώματος, κν. τράβα
2. παροιμ. φρ. «ποταμέ μου, να μη σέ ήξερα, κολύμπι που θα σέ πέρναγα» — αν δεν ήξερα τί σόι άνθρωπος είσαι, ποιος είναι ο πραγματικός σου χαρακτήρας, θα σέ εμπιστευόμουν
αρχ.
1. διώρυγα, κανάλι («ξηρανθεῑσαι γὰρ τοῡ θέρους ξηραίνουσι και τὸν ποταμόν», Στράβ.)
2. ως κύριο όν. ο Ποταμός
α) ονομασία του αστερισμού Ηριδανός
β) ονομασία θεότητας
3. φρ. α) «ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγεις» — λεγόταν για να δηλώσει τη μηδαμινότητα της συμβολής κάποιου καθώς και τη ματαιοδοξία ή και τη ματαιοπονία
β) «ποταμῷ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῶ» — λεγόταν για δήλωση της διαρκούς ροής τών πραγμάτων, της συνεχούς κίνησης και αλλαγής (Ηράκλ.)
γ) «νυκτὸς ποταμός» — ο ποταμός του άδη (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ποτ-αμός, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα ποτ- του πίπτω (πρβλ. αόρ. -πετ-ον) + επίθημα -αμός (πρβλ. συλ-αμός, πλόκ-αμος) με την έννοια ότι ο ποταμός χύνεται ορμητικά καθώς σε πολλές περιπτώσεις πέφτει από ψηλά. Προβλήματα ωστόσο στην ανεπιφύλακτη σύνδεση του τ. με το ρ. πίπτω γεννά η χρησιμοποίηση του επιθ. διι-πετής «ορμητικός» ως προσδιορισμού της λ. ποταμός. Η σύνδεση του τ. με το ρ. πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω», με την έννοια ότι ο ποταμός είναι μάζα νερού που απλώνεται, εκτείνεται, δεν ικανοποιεί από σημασιολογική άποψη.
ΠΑΡ. ποταμηδόν, ποτάμι(ον), ποτάμιος
αρχ.
ποταμεύς, ποταμήϊος, ποταμηνή, ποταμιαῖος, ποταμίσκος, ποταμίτης, ποταμῖτις, ποταμόνδε
αρχ.-μσν.
ποταμώδης
νεοελλ.
ποταμάκι, ποταμήσιος, ποταμιά, ποταμίδα, πόταμος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ποταμογείτων
αρχ.
ποταμηγός, ποταμηπόρος, ποταμοδιάρτης, ποταμόκλυστος, ποταμόρρυτος, ποταμοφυλακία, ποταμόχους, ποταμόχωστος
μσν.
ποταμοθάλασσα, ποταμόπνικτος, ποταμορριφής
νεοελλ.
ποταμάρχης, ποτάμαρχος, ποταμογενής, ποταμοδέτης, ποταμόκολπος, ποταμολίμνη, ποταμολογία, ποταμόμετρο, ποταμοπλαγκτόν, ποταμοπλοΐα, ποταμόπλοιο, ποταμόσυκο, ποταμόφιλος, ποταμοφράκτης, ποταμοφυής, ποταμόψαρο. (Β' συνθετικό) ιπποπόταμος, πολυπόταμος
αρχ.
διπόταμος, καλλιπόταμος, κυνοπόταμος, ξηροπόταμος
νεοελλ.
ακροπόταμος, ξεροπόταμος, παραπόταμος].

Greek Monotonic

ποτᾰμός: -οῦ, ὁ (√ΠΟ για κάποιους χρόνους του πίνω),
I. ποταμός, υδάτινο ρεύμα, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί, λέγεται για παράξενα, ασυνήθιστα πράγματα, σε Ευρ.· λέγεται για ποταμούς από φωτιά ή λάβα, σε Πίνδ.
II. ως πρόσωπο, Ποταμός, η θεότητα του ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ.