ποττῶ: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ποτί]].
|btext=v. [[ποτί]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποττῶ:''' ποτ-τῷ, ποτ-[[τόν]], ποτ-[[τώς]], ποτ-τάν, Δωρ. αντί <i>πρὸς τῶ</i>, <i>πρὸς τῷ</i> κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 690] ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, richtiger getrennt geschrieben, πὸτ τῶ u. s. w., dorisch statt πρὸς τοῦ, τῷ, τόν, τούς, τήν, s. oben πότ.

Greek (Liddell-Scott)

ποττῶ: ποττῷ, ποττόν, ποττώς, ποττάν, κτλ., ἰδὲ ἐν λ. ποτί.

French (Bailly abrégé)

v. ποτί.

Greek Monotonic

ποττῶ: ποτ-τῷ, ποτ-τόν, ποτ-τώς, ποτ-τάν, Δωρ. αντί πρὸς τῶ, πρὸς τῷ κ.λπ.