πρέσβα: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(34)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πρέσβεα]] και [[πρέσβεια]], ἡ, Α<br />(ως επικ. τ. θηλ. του [[πρέσβυς]])<br /><b>1.</b> σεβαστή, τιμημένη<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πρέσβα</i><br />α) (στην [[Ιλιάδα]]) [[προσωνυμία]] της Ήρας<br />β) (στην [[Οδύσσεια]]) [[προσωνυμία]] θνητής<br />γ) [[προσωνυμία]] της Δίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικοί τ. θηλ. του [[πρέσβυς]] σχηματισμένοι πιθ. [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
|mltxt=και [[πρέσβεα]] και [[πρέσβεια]], ἡ, Α<br />(ως επικ. τ. θηλ. του [[πρέσβυς]])<br /><b>1.</b> σεβαστή, τιμημένη<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πρέσβα</i><br />α) (στην [[Ιλιάδα]]) [[προσωνυμία]] της Ήρας<br />β) (στην [[Οδύσσεια]]) [[προσωνυμία]] θνητής<br />γ) [[προσωνυμία]] της Δίκης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικοί τ. θηλ. του [[πρέσβυς]] σχηματισμένοι πιθ. [[προς]] [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρέσβᾰ:''' -ης, ἡ, Επικ. θηλ. του [[πρέσβυς]], σεβαστή, τιμημένη, [[συνήθως]] λέγεται για την Ήρα, [[Ἥρη]], [[πρέσβα]] [[θεά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέσβᾰ Medium diacritics: πρέσβα Low diacritics: πρέσβα Capitals: ΠΡΕΣΒΑ
Transliteration A: présba Transliteration B: presba Transliteration C: presva Beta Code: pre/sba

English (LSJ)

(only nom.), ἡ, Ep. fem. of πρέσβυς,

   A august, honoured (never aged); in Il. mostly of Hera, Ἥρη πρέσβα θεά 5.721, 8.383, al.; πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη 19.91; later, π. Δίκη Q.S.13.378; in Od., of a mortal, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν 3.452.

German (Pape)

[Seite 698] ἡ, bes. altep. fem. zu πρέσβυς, die vornehme, ehrwürdige; Ἥρη, πρέσβα θεά, Il. 5, 721 u. öfter; auch Ἄτη, 19, 91; in der Od. auch von einer sterblichen Frau, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν, 3, 452.

Greek (Liddell-Scott)

πρέσβᾰ: -ης, -ἡ, ἀρχ. Ἐπικ. θηλ. τοῦ πρέσβυς (κατὰ τύπον ὅμοιον τῷ δῖα, πότνα), σεβαστή, ἔντιμος, τετιμημένη, (οὐδέποτε ἡ προβεβηκυῖα)· ἐν τῇ Ἰλ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς Ἥρας, Ἥρη πρέσβα θεὰ Ε. 721, Θ. 383, κτλ.· ὡσαύτως, πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη Τ. 91· ἐν τῇ Ὀδ., ἐπὶ θνητῆς, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν Γ. 452· ― πρβλ. πρέσβειρα, πρεσβηίς. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέσβα· ἔντιμος, πρεσβυτάτη, σεμνή».

French (Bailly abrégé)

ης;
adj.
vénérable.
Étymologie: cf. πρέσβυς.

English (Autenrieth)

see πρέσβυς.

Greek Monolingual

και πρέσβεα και πρέσβεια, ἡ, Α
(ως επικ. τ. θηλ. του πρέσβυς)
1. σεβαστή, τιμημένη
2. ως κύριο όν. Πρέσβα
α) (στην Ιλιάδα) προσωνυμία της Ήρας
β) (στην Οδύσσεια) προσωνυμία θνητής
γ) προσωνυμία της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικοί τ. θηλ. του πρέσβυς σχηματισμένοι πιθ. προς διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Greek Monotonic

πρέσβᾰ: -ης, ἡ, Επικ. θηλ. του πρέσβυς, σεβαστή, τιμημένη, συνήθως λέγεται για την Ήρα, Ἥρη, πρέσβα θεά, σε Ομήρ. Ιλ.