προθυμητέον: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προθῡμητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ φανῇ [[πρόθυμος]], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Φαίδων 90Ε, ἀλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ. -τέα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 770Β.
|lstext='''προθῡμητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ φανῇ [[πρόθυμος]], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Φαίδων 90Ε, ἀλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ. -τέα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 770Β.
}}
{{lsm
|lsmtext='''προθῡμητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει [[κάποιος]] να φανεί [[πρόθυμος]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προθῡμητέον Medium diacritics: προθυμητέον Low diacritics: προθυμητέον Capitals: ΠΡΟΘΥΜΗΤΕΟΝ
Transliteration A: prothymētéon Transliteration B: prothymēteon Transliteration C: prothymiteon Beta Code: proqumhte/on

English (LSJ)

   A one must be eager, c. inf., Pl.Phd.90e, al., Plu.2.723e: pl. προθῡμ-τέα, Pl.Lg.770b.

Greek (Liddell-Scott)

προθῡμητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ φανῇ πρόθυμος, μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Φαίδων 90Ε, ἀλ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ. -τέα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 770Β.

Greek Monotonic

προθῡμητέον: ρημ. επίθ., αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να φανεί πρόθυμος, σε Πλάτ.