πρόσεδρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρόσεδρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται [[κοντά]] σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος<br /><b>2.</b> [[πάρεδρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πρόσεδρος]] [[υπουργός]]» — [[βαθμός]] ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που [[συνεχώς]] και αδιαλείπτως συχνάζει [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ προσέδρου λιγνύος»<br /><b>μτφ.</b> του καπνού που βγαίνει [[γύρω]]-[[γύρω]] από τη [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>εδρος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πρόσεδρος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που κάθεται [[κοντά]] σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος<br /><b>2.</b> [[πάρεδρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πρόσεδρος]] [[υπουργός]]» — [[βαθμός]] ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που [[συνεχώς]] και αδιαλείπτως συχνάζει [[κάπου]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ προσέδρου λιγνύος»<br /><b>μτφ.</b> του καπνού που βγαίνει [[γύρω]]-[[γύρω]] από τη [[θυσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>εδρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που κάθεται δίπλα, [[πρόσεδρος]] [[λιγνύς]], [[καπνός]] που αιωρείται, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσεδρος Medium diacritics: πρόσεδρος Low diacritics: πρόσεδρος Capitals: ΠΡΟΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: prósedros Transliteration B: prosedros Transliteration C: prosedros Beta Code: pro/sedros

English (LSJ)

ον, (ἕδρα)

   A sitting near, cj. for πρόεδρος in D.C.57.7 (sed leg. πάρεδρος): metaph., ἐκ προσέδρου λιγνύος S.Tr.794.    II assiduous, Hsch.

German (Pape)

[Seite 757] dabei sitzend, wohnend, dabei befindlich; λιγνύς, Soph. Trach. 791; ὁ πρόσεδρος, der Beisitzer.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ πλησίον καθήμενος, πάρεδρος, Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «πρόσεδρος· παρακαθήμενος, σχολάζων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège auprès, qui se trouve auprès.
Étymologie: πρός, ἕδρα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόσεδρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος
2. πάρεδρος
νεοελλ.
φρ. «πρόσεδρος υπουργός» — βαθμός ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνεχώς και αδιαλείπτως συχνάζει κάπου
2. φρ. «ἐκ προσέδρου λιγνύος»
μτφ. του καπνού που βγαίνει γύρω-γύρω από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πρό-εδρος].

Greek Monotonic

πρόσεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που κάθεται δίπλα, πρόσεδρος λιγνύς, καπνός που αιωρείται, σε Σοφ.