προσεγγίζω: Difference between revisions
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
(34) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, [[προσεγγιάζω]] Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[κάνω]] [[κάτι]] να πλησιάσει [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο [[άκρα]] του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[πλησιάζω]], [[ζυγώνω]] (α. «[[αύριο]] το [[διαστημόπλοιο]] θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «[[ὥστε]] μηδένα δύνασθαι τοῑς τόποις προσεγγίζειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) [[εισέρχομαι]] σε [[λιμάνι]], [[σταθμεύω]] («το [[πλοίο]] θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) δεν [[απέχω]] πολύ, [[επίκειμαι]], [[κοντεύω]] («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[θέμα]], [[ζήτημα]], [[πρόβλημα]]) [[αντιμετωπίζω]], [[εξετάζω]], [[πραγματεύομαι]] («ο [[συγγραφέας]] προσεγγίζει την [[περίπτωση]] αυτή με ευρύ [[πνεύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον. | |mltxt=ΝΜΑ, [[προσεγγιάζω]] Α<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[κάνω]] [[κάτι]] να πλησιάσει [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο [[άκρα]] του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[πλησιάζω]], [[ζυγώνω]] (α. «[[αύριο]] το [[διαστημόπλοιο]] θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «[[ὥστε]] μηδένα δύνασθαι τοῑς τόποις προσεγγίζειν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πλοίο]]) [[εισέρχομαι]] σε [[λιμάνι]], [[σταθμεύω]] («το [[πλοίο]] θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) δεν [[απέχω]] πολύ, [[επίκειμαι]], [[κοντεύω]] («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)<br /><b>3.</b> (σχετικά με [[θέμα]], [[ζήτημα]], [[πρόβλημα]]) [[αντιμετωπίζω]], [[εξετάζω]], [[πραγματεύομαι]] («ο [[συγγραφέας]] προσεγγίζει την [[περίπτωση]] αυτή με ευρύ [[πνεύμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσεγγίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[πλησιάζω]], <i>τινί</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A bring near, Luc.Am.53. II intr., approach, AP 7.422 (Leon.), Philum.Ven.12.1; τοῖς τόποις D.S.3.16; τοῖς τῆς ἀκμῆς ἰδιώμασι Herod.Med. ap. Orib.5.30.9; τινος Sch.E.Hec.585: abs., Plb.38.7.4, Ezek.Exag.96:—Med., Sch.E.Hec.439; πρός c.acc., Cat.Cod.Astr.1.157.
German (Pape)
[Seite 756] annähern, χείλη χείλεσι, Luc. amor. 53; intrans., sich nähern, τινί, Pol. 39, 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσεγγίζω: φέρω πλησίον, Λουκ. Ἔρωτες 53. ΙΙ. ἀμεταβ., πλησιάζω, τινὶ Ἀνθ. Π. 7. 422, Διόδ. 3. 16· τινὸς Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 588· ἀπολ., Πολύβ. 39. 1, 4.
French (Bailly abrégé)
1 tr. approcher;
2 intr. s’approcher de.
Étymologie: πρός, ἐγγίζω.
English (Strong)
from πρός and ἐγγίζω; to approach near: come nigh.
English (Thayer)
1st aorist infinitive προσεγγίσαι; to approach unto (πρός, IV:1): with the dative of a person (cf. Winer's Grammar, § 52,4, 14), T Tr marginal reading WH προσενέγκαι). (The Sept.; Polybius, Diodorus, Lucian).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, προσεγγιάζω Α
1. φέρνω κοντά, κάνω κάτι να πλησιάσει προς κάτι άλλο (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο άκρα του ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.)
2. (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω (α. «αύριο το διαστημόπλοιο θα προσεγγίσει τον Άρη» β. «ὥστε μηδένα δύνασθαι τοῑς τόποις προσεγγίζειν», Διόδ.)
νεοελλ.
1. (για πλοίο) εισέρχομαι σε λιμάνι, σταθμεύω («το πλοίο θα προσεγγίσει στην Τήνο, στη Μύκονο και στη Δήλο»)
2. (για χρόνο) δεν απέχω πολύ, επίκειμαι, κοντεύω («προσεγγίζουν οι εξετάσεις»)
3. (σχετικά με θέμα, ζήτημα, πρόβλημα) αντιμετωπίζω, εξετάζω, πραγματεύομαι («ο συγγραφέας προσεγγίζει την περίπτωση αυτή με ευρύ πνεύμα»)
αρχ.
έχω ερωτικές σχέσεις με κάποιον.
Greek Monotonic
προσεγγίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, πλησιάζω, τινί, σε Ανθ.