προσήκω: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[ποθήκω]] και [[ποθίκω]] και [[ποθάκω]] Α [[ἥκω]]<br />(στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. [[καθώς]] και ως απρόσ. <i>προσήκει</i>)<br /><b>1.</b> [[αρμόζω]], [[ανήκω]], [[συνάδω]], [[πρέπω]], [[ταιριάζω]] (α. «προσήκει σ' αυτόν [[ένας]] [[μεγάλος]] [[έπαινος]]» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη [[στάση]] του» γ. «τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐου τι συγγενές», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ὅσα τριήρεσι προσήκει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ο προσήκων</i>, <i>η προσήκουσα</i>, <i>το προσήκον</i><br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή οφείλεται σε κάποιον (α. «έγινε [[δεκτός]] με την προσήκουσα [[τιμή]]» β. «αἰτίαν... οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το προσήκον</i><br />αυτό που [[πρέπει]] ή ταιριάζει να γίνει, το [[χρέος]], το [[καθήκον]] («το [[ίδρυμα]] θα πράξει τα προσήκοντα» β. «[[κατά]] τὸ προσῆκον», Πλουτ.)<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>προσήκομαι</i><br />[[εγκρίνω]] («ἡ δὲ Ῥώμη ταῡτα οὐ προσήκατο», Θεόδ. Στ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω φθάσει ή [[φθάνω]] σε ένα [[σημείο]], [[είμαι]] [[κοντά]] (α. «ὡς φίλοι προσήκετε», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐνταῡθ' ἐλπίδος προσήκομεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «[[οὐδέν]] μοι προσήκει τῆς αἰτίας ταύτης», Αντιφ.<br />β. «τί οὖν προσήκει δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) έχω δεσμό γνωριμίας, φιλίας και, [[ιδίως]], συγγένειας («αὐτῇ προσήκει Φειδίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) [[συγγενής]], [[οικείος]] («[[πατέρας]] καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς προσήκοντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ προσήκοντα</i><br />αυτά που ανήκουν σε κάποιον, τα δικά του («τὰ μὴ προσήκοντα ἐπικτωμένους», <b>Θουκ.</b>). | |mltxt=ΝΜΑ και δωρ. τ. [[ποθήκω]] και [[ποθίκω]] και [[ποθάκω]] Α [[ἥκω]]<br />(στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. [[καθώς]] και ως απρόσ. <i>προσήκει</i>)<br /><b>1.</b> [[αρμόζω]], [[ανήκω]], [[συνάδω]], [[πρέπω]], [[ταιριάζω]] (α. «προσήκει σ' αυτόν [[ένας]] [[μεγάλος]] [[έπαινος]]» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη [[στάση]] του» γ. «τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐου τι συγγενές», <b>Σοφ.</b><br />δ. «ὅσα τριήρεσι προσήκει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) <i>ο προσήκων</i>, <i>η προσήκουσα</i>, <i>το προσήκον</i><br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή οφείλεται σε κάποιον (α. «έγινε [[δεκτός]] με την προσήκουσα [[τιμή]]» β. «αἰτίαν... οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσαν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το προσήκον</i><br />αυτό που [[πρέπει]] ή ταιριάζει να γίνει, το [[χρέος]], το [[καθήκον]] («το [[ίδρυμα]] θα πράξει τα προσήκοντα» β. «[[κατά]] τὸ προσῆκον», Πλουτ.)<br /><b>μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>προσήκομαι</i><br />[[εγκρίνω]] («ἡ δὲ Ῥώμη ταῡτα οὐ προσήκατο», Θεόδ. Στ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω φθάσει ή [[φθάνω]] σε ένα [[σημείο]], [[είμαι]] [[κοντά]] (α. «ὡς φίλοι προσήκετε», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐνταῡθ' ἐλπίδος προσήκομεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[σχέση]] με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «[[οὐδέν]] μοι προσήκει τῆς αἰτίας ταύτης», Αντιφ.<br />β. «τί οὖν προσήκει δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) έχω δεσμό γνωριμίας, φιλίας και, [[ιδίως]], συγγένειας («αὐτῇ προσήκει Φειδίας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) [[συγγενής]], [[οικείος]] («[[πατέρας]] καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς προσήκοντας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὰ προσήκοντα</i><br />αυτά που ανήκουν σε κάποιον, τα δικά του («τὰ μὴ προσήκοντα ἐπικτωμένους», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσήκω:''' Δωρ. ποθ-ήκω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> έχω φτάσει σε κάποιο [[μέρος]], έχω έρθει, είμαι κοντά, [[πρόχειρος]], είμαι [[παρών]], σε Τραγ.· [[προσήκω]] ἐπὶ τὸν ποταμόν, [[φτάνω]] στον ποταμό, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> μεταφ., [[ανήκω]] σε, <i>εἰ τῷ ξένῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές</i>, εάν ο [[ξένος]] έχει κάποια [[συγγένεια]] με τον Λάιο, σε Σοφ.· τῷ γὰρ προσήκει [[τόδε]]; ποιον αφορά; στον ίδ.· ομοίως, οὐδὲν πρὸς τὸ Πέρσας [[προσήκω]] τὸ [[πάθος]], σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, [[ανήκω]] σε, σχετίζομαι με, <i>τινί</i>, σε Ευρ.· [[προσήκω]] γένει, σε Αριστοφ.· με απαρ., <i>οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε</i>, δεν ανήκουμε σ' αυτούς για να μας τιμωρήσουν, δηλ. δεν είναι στο [[χέρι]] τους να μας τιμωρήσουν, σε Ευρ. <b>2. α)</b> απρόσ., ανήκει, αφορά, <i>τίοὖν προσήκει ἐμοὶ Κορινθίων;</i> τι έχω να κάνω εγώ με τους Κορίνθιους; σε Αριστοφ. κ.λπ. <b>β)</b> με δοτ. προσ. και απαρ., ανήκει σε, είναι αρμόδιο, [[οἷς]] προσῆκε πενθῆσαι, σε Αισχύλ.· <i>οὔ σοι προσήκει προσφωνεῖν</i>, σε Σοφ.· επίσης με αιτ. προσ., <i>οὔ σε προσήκει λέγειν</i>, δεν είναι καλό να μη μιλήσεις, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III.</b> σε μτχ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει σε κάποιον, [[αἰτία]] [[οὐδέν]] μοι προσήκουσα, σε Δημ.· <i>τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι</i>, Λατ. suum cuique reddere, σε Πλάτ.· απόλ., <i>τὴν προσήκουσαν σωτηρίαν</i>, η προσωπική [[ασφάλεια]] κάποιου, σε Θουκ.· <i>τὰ μὴ προσήκοντα = ἀλλότρια</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> αρμόζων, [[κατάλληλος]], [[αρμόδιος]], [[πρόσφορος]], στον ίδ.· <i>τὰ προσήκοντα</i>, ό,τι είναι κατάλληλο, ό,τι ταιριάζει, τα καθήκοντα κάποιου, σε Ξεν.· <i>τὸ προσῆκον</i>, [[καταλληλότητα]], [[συνταίριασμα]], <i>ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος</i>, σε Ευρ.· [[μᾶλλον]] τοῦ προσήκοντος, <i>παρὰ τῷ προσήκοντι</i>, σε Πλάτ. <b>3. α)</b> λέγεται για πρόσωπα, [[συγγενής]], [[συγγενικός]], <i>τοῖσι Κυψελίδαισι οὐδὲν ἦν προσήκων</i>, σε Ηρόδ.· <i>προσήκων βασιλεῖ</i>, σε Ξεν.· και ως ουσ., <i>οἱ προσήκοντές τινος</i>, οι συγγενείς κάποιου, σε Θουκ.· ή <i>οἱ προσήκοντες</i> μόνο του, σε Ηρόδ.· απ' όπου, <i>αἱ προσήκουσαι ἀρεταί</i>, οι κληροδοτημένες καλές φήμες, σε Θουκ. <b>β)</b> <i>οὐδὲν προσήκων</i>, αυτός που δεν έχει καμία [[σχέση]] με την [[υπόθεση]], σε Πλάτ.· με απαρ., <i>οὐδὲν προσήκων ἐν γόοις παραστατεῖν</i>, δεν αρμόζει να βοηθά κάποιον στη [[θλίψη]] του, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">4.</b> απόλ. στο ουδ., <i>οὐ προσῆκον</i>, αν και δεν ταιριάζει [[καθόλου]] ή μιας και δεν ταιριάζει, σε Θουκ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 31 December 2018
English (LSJ)
(written προσhεκ-, i.e. προσἡκ-, IG12.57.15), Dor. ποθήκω GDI2151, al. (Delph.), hyperdor. ποθάκω Diotog. ap. Stob. 4.1.133:—
A to have come, be at hand, be present, χρεία προσήκει A.Pers. 143 (anap.); ὡς φίλοι προσήκετε S.Ph.229, cf. OC35, El.1142; ἐνταῦθ' ἐλπίδος προσήκομεν E.Or.693; π. ὄχθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν reach to the river, X.An.4.3.23; τοῦ πρὸς ταῦτα -ήκοντος θεάτρου Id.HG7.4.31. II metaph., belong to, εἰ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές S.OT814; τῷ γὰρ προσήκει . . τόδε; whom does this concern? Id.El.909; Πενθεῖ δὲ τί μέρος . . προσῆκε; E.Ba.1301; νομίσας ἑορτὴν ἑαυτῷ τι προσήκειν Th.1.126; τῇ βασιλείᾳ π. οὐ ῥᾳδιουργία, ἀλλὰ καλοκἀγαθία X.Ages.11.6, cf. Pl.R.443a; ὅσα τριήρεσιν προσήκει Id.Criti. 117d, etc.; γεωργίᾳ, ναυτιλίᾳ π., appertain to... Id.R.527d: sts. folld. by πρός, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο π. τὸ πάθος Hdt.8.100, cf. D.C. 58.27. b of persons, belong to, be related to (cf. infr. 111.3), τινι E.IT550; Τηρεῖ· . . ὁ Τήρης οὗτος οὐδὲν π. Th.2.29; αὐτῇ π. Φειδίας is concerned with her, Ar.Pax616; προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Th.6.84; π. γένει Ar.Ra.698: c. inf., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε we do not belong to them to punish, i.e. it is not for them to punish us, E.Or. 771 (troch.). 2 impers., it belongs to, concerns, freq. with neg. and gen. rei (with περί c. gen., Phld.Rh.1.202 S.), οὐδέν μοι π. τῆς αἰτίας ταύτης I have nothing to do with . ., Antipho 6.33, cf. X.An.3.1.31, Cyr.8.1.37; ἐμοὶ οὐδαμόθεν π. τούτου τοῦ πράγματος And.4.34; οὐδ' ὁτιοῦν π. ἑαυτοῖς οὐδενὸς τῶν Ἁγνίου D.43.20, cf. 35.33; so with a question, τί οὖν π. δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων; Ar.Av.969, cf. X.Mem.4.5.10, etc.; προσήκει [τισὶ] οἰκείου τινὸς ἀγαθοῦ they possess a peculiar excellence, Dam.Pr.34. b c. dat. pers. et inf., it belongs to, beseems, οἷς προσῆκε πενθῆσαι A.Ch.173; οὔ σοι προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν S.El.1213; τοὐναντίον δρῶν ἢ προσῆκ' αὐτῷ ποιεῖν Ar.Pl.14; ἀγαθοῖς ὑμῖν π. εἶναι X. An.3.2.11, cf. Pl.Phdr.233a; cf. infr. 111.4: c.acc. pers., οὔ σε προσήκει . . λέγειν' tis not meet that thou... A.Ag.1551 (anap.), cf. E.Or.1071, Pl.Grg.491d, X.An.3.2.15 (the impf. προσῆκεν is said to be used for προσήκει in 7.7.18, Eq.12.14: Att. usage, acc. to Thom.Mag.p.287 R.): sts. the two constructions are combined, προσήκει τοῖς μὲν ἄλλοις . . στέργειν, σὲ δὲ . . νομίζειν Isoc.5.127: sts. the inf. is supplied, ἑκάστῳ (v.l. ἕκαστος) ἀπολοφυράμενοι ὃν π. [ἀπολοφύρασθαι] ἄπιτε Th.2.46; ἐγὼ δὲ πάνθ' ὅσα π. τὸν ἀγαθὸν πολίτην [πράττειν] ἔπραττον D.18.180, cf. 23.164, Isoc.15.119, X.Mem.2.1.32. III freq. in Part. as Adj., 1 belonging to one, αἰτία οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσα D.21.110, cf. Antipho 5.2; μηθενὶ μηθὲν ποθήκουσα, of a slave, GDI l.c.: c.gen., ἐν τοῖς τοῦ πράγματος ἑκάστοις προσήκουσιν all that belongs to his business, Pl.Lg. 643b: abs., τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας not his own faults, Antipho 3.2.10; τὰ μὴ π. ( ἀλλότρια) ἐπικτωμένους Th.4.61; οἱ π. ξύμμαχοι Id.1.40, etc. 2 befitting, proper, meet, π. ἐγκλήματα ibid., Hyp. Eux.24; ἡ π. σωτηρία Th.6.83; τὸ π. ἑκάστῳ ἀποδιδόναι Pl.R.332c; τιμαί Id.Lg.952c, cf.Epin.985d; ἔλεος D.21.196, etc.: τὰ π. what is fit, seemly, εἰπεῖν περὶ Κύρου τὰ π. X.Cyr.3.3.1; τὰ π. πράττειν to do one's duty, Id.Mem.1.1.12, etc.; τὰ π. ἔργα Id.HG3.4.16; also τὸ προσῆκον fitness, propriety, ἐκτὸς τοῦ π. E.Heracl.214; πέρα τοῦ π. Antipho 5.1; μακρότερα τοῦ π. Pl.Cra.413a; μᾶλλον τοῦ π. Id.Lg. 697c; παρὰ τὸ π. Id.Phlb.36d, Thphr.Char.17.1; κατὰ τὸ π. Plu.2. 122a; so οὐκ ἐκ προσηκόντων Th.3.67: c. inf., προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα fit to hear, Pl.R.496a; λόγοι π. ἀκούειν Id.Lg.811d. 3 of persons, akin, τὸ ἀνέκαθεν τοῖσι Κυψελίδῃσι ἦν προσήκων Hdt.6.128, cf. A.Ch.689; γένει προσήκων βασιλεῖ X.An.1.6.1; οἱ προσήκοντες γένει E.Med.1304, cf. Pl.Lg.874a; κατὰ γένος, διὰ συγγένειαν, Plu. Thes.19, Cat.Mi.14, etc.; οἱ προσήκοντες τῷ νεκρῷ Hdt.4.14, cf. X. HG1.7.21, etc.; οἱ προσήκοντές οἱ his relations, Hdt.1.216; also οἱ π. τινός Th.1.128, Lys.18.1, Pl.Ap.34b; οἱ μάλιστα π. Hdt.3.24; πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς π. Pl.Ap.33d; Dor. οἱ ποθίκοντες Orac. ap. D.43.66: hence αἱ προσήκουσαι ἀρεταί hereditary fair fame, Th.4.92. b οὐδὲν προσήκων one who has nothing to do with the matter, Pl.R.539d; οὐδὲν προσῆκον ἐνίοις though there is no connexion in some cases, Id.Cra.397b: c. inf., θεὸν . . οὐδὲν προσήκοντ' ἐν γόοις παραστατεῖν having no concern with assisting one in sorrows, A.Ag. 1079; πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας (sc. ὀλιγωρίας τυγχάνειν) Arist.Rh. 1379b12. 4 abs. in neut., οὐ προσῆκον though or since it is not fitting, Th.3.40; οὐδὲν π . . . ἐπιτάσσειν Id.6.82, cf. 84: without a neg., prob. in Hyp.Dem.Fr.10; ὡς π. αὐτοῖς χρῆσθαι Pl.Tht.196e.
German (Pape)
[Seite 764] bis irgendwohin kommen, reichen, sich bis irgendwohin erstrecken, herankommen; χρεία προσήκει, Aesch. Pers. 139; εἴπερ ὡς φίλοι προσήκετε, Soph. Phil. 229; O. C. 35; ἐνταῦθ' ἐλπίδος προσήκομεν, Eur. Or. 692. – Gew. übertr., bes. impers., προσήκει πρός τινα, es geht Einen an, hat Bezug auf ihn, Her. 8, 100, εἰ δὲ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές, Soph. O. R. 814, wenn irgend eine Verwandtschaft sich bis auf ihn erstreckt; προσήκει μοί τινος, mir kommt ein Antheil davon zu, ich habe Theil daran, Lys. 6, 38; οὐδέν μοι προσήκει τινός, ich habe keinen Theil daran, es geht mich nicht an, Xen. An. 3, 1, 31; vgl. Plat. Phaed. 88 b; ᾡ μήτε μέσου μήτε μερῶν προσήκει, Parm. 138 d; προσήκει οὐδενὶ ἀρχῆς, Xen. Cyr. 8, 1, 37; aber gew. c. dat., es kommt Einem zu, paßt oder schickt sich für ihn, οἷς προσῆκε πενθῆσαι τριχί, Aesch. Ch. 171; τῷ γὰρ προσήκει πλήν γ' ἐμοῦ καὶ σοῦ τάδε, Soph. El. 897; οὐ σοὶ προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν, 1204; μῶν προσῆκέ σοι, Eur. I. T. 550; βελτίονί σοι προσήκει γενέσθαι, Plat. Phaedr. 233 a; Gorg. 479 e; ὡς ἀγαθοῖς ὑμῖν προσήκει εἶναι, Xen. An. 3, 2, 11; ἃ ἱππάρχῳ προσῆκεν εἰδέναι, de re equ. 12, 15; vgl. εἴθ' ὑμᾶς προσῆκεν ἐκ τῆς χώρας ἀπιέναι εἴθ' ἡμᾶς, An. 7, 7, 18, worauf sich die Bemerkung des Thom. Mag. bezieht: τὸ προσῆκεν ἀντὶ τοῦ προσήκει λαμβανόμενον Ἀττικόν ἐστιν, wie wir sagen: es ziemte sich, du müßtest, für »es ziemt sich, du mußt«. – Auch mit acc. c. int., οὔ σε προσήκει τὸ μέλημα λέγειν, Aesch. Ag. 1530; τί γὰρ προσήκει κατθανεῖν σ' ἐμοῦ μέτα, Eur. O. 1071; τούτους προσήκει τῶν πόλεων ἄρχειν, Plat. Gorg. 491 d; Lys. 301 c; er vrbdt auch ὡς νῦν ὁ τυχὼν καὶ οὐδὲν προσήκων ἔρχεται ἐπ' αὐτό, der Nichts damit zu thun hat, sich nicht dazu paßt, u. braucht προσῆκον absolut, da es sich ziemt, paßt, Crat. 397 b, vgl. Theaet. 196 c; πολὺ δή που ἡμᾶς προσήκει ἀμείνονας εἶναι, Xen. An. 3, 2, 15; Folgde; – οἱ προσήκοντες, die Verwandten, τοῖς κυρίοισι καὶ προσήκουσι, Aesch. Ch. 678; u. vollständiger οἱ προσήκοντες γένει, Eur. Med. 1304; vgl. Ar. Ran. 697; Her. 1, 216; Plat. Legg. IX, 874 a u. öfter; auch ὀνόματι μόνον προσήκοντας, Conv. 179 c, nur dem Namen nach verwandt; φιλίᾳ, Xen. Cyr. 8, 7, 23; – τὸ προσῆκον, häufiger τὰ προσήκοντα, das Geziemende, Obliegende, die Pflicht, ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος, Eur. Heracl. 215; μακρότερα τοῦ προσήκοντος ἐρωτᾶν, Plat. Crat. 413 a; auch τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι, Rep. I, 332 c; τὴν προσήκουσαν ἀρετὴν ἑκάστῳ γένει, Critia. 110 c; τὰ προσήκοντα πράττειν καὶ περὶ θεοὺς καὶ περὶ ἀνθρώπους, Gorg. 507 a; Xen. Cyr. 3, 3, 1. 5, 2, 22; Isocr. 4, 76 setzt τὰ μηδὲν προσήκοντα dem ἴδια entgegen; u. ähnl. Thuc. τὰς προσηκούσας ἀρετὰς μὴ αἰσχῦναι, domesticas virtutes, 4, 33.
Greek (Liddell-Scott)
προσήκω: Δωρ. ποθήκω, Χρησμ. παρὰ Δημ. 1072, Ἀνέκδ. Δελφ. 38. Ἔχω φθάσῃ εἴς τινα τόπον, ἔχω ἔλθῃ πλησίον, εἶμαι πλησίον, ἐγγύς, πάρειμι, χρεία προσήκει Αἰσχύλ. Πέρσ. 143· ὡς φίλοι προσήκετε Σοφ. Φιλ. 229, πρβλ. Ο. Κ. 35, Ἠλ. 1142· ἐντεῦθ’ ἐλπίδος προσήκομεν Εὐρ. Ὀρ. 693· ὄχθαι πρ. ἐπὶ τὸν ποταμόν, φθάνουσι μέχρι τοῦ ποταμοῦ, Ξεν. Ἀν. 4. 3, 23· θέατρον πρ. πρὸς τὸ τῆς Ἑστίας ἱερὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 4, 31. ΙΙ. μεταφορ., ἀνήκω εἴς τινα, εἰ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενὲς Σοφ. Ο. Τ. 814· τῷ γὰρ προσήκει... τόδε; τίς φροντίζει περὶ τούτου; ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 909· Πενθεῖ δὲ τί μέρος... προσῆκε; Εὐρ. Βάκχ. 1302· ἑορτὴν ἑαυτῷ τι προσήκειν Θουκ. 1. 126· τῇ βασιλείᾳ πρ. οὐ ῥαδιουργία, ἀλλὰ καλοκαγαθία Ξεν. Ἀγησ. 11, 6, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 443Α, Κριτί. 117D, κτλ.· ἐνίοτε μετὰ τῆς πρός, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο προσήκει τὸ πάθος Ἡρόδ. 8. 100, πρβλ. Δίωνα Κ. 58. 27· ― ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, ἀνήκω εἴς τινα, συγγενεύω, τινὶ Εὐρ. Ι. Τ. 550 (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 3)· αὐτῇ πρ. Φειδίας, ἔχει σχέσιν πρὸς αὐτήν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 616· προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Θουκ. 6. 84· πρ. γένει Ἀριστοφ. Βάτρ. 698· ― μετ’ ἀπαρεμφ., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε, δὲν ἀνήκομεν εἰς τούτους πρὸς τιμωρίαν, δηλ. δὲν προσήκει εἰς αὐτοὺς νὰ τιμωρήσωσιν ἡμᾶς. Εὐρ. Ὀρ. 771· πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ. 1. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπροσώπως, ἀνήκει, ἁρμόζει..., συχνάκις μετ’ ἀρνήσεως καὶ γεν. πράγματ., οὐδέν μοι πρ. τῆς αἰτίας ταύτης, οὐδεμίαν ἔχω σχέσιν πρός..., δὲν ἔχω νὰ κάμω μέ..., Ἀντιφῶν 145. 15, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 1, 31· ἐμοὶ οὐδαμόθεν πρ. τούτου τοῦ πράγματος Ἀνδοκ. 33. 30· οὐδ’ ὁτιοῦν πρ. ἑαυτοῖς οὐδενὸς τῶν Ἁγνίου Δημ. 1056. 14, πρβλ. 934. 3· οὕτω μετ’ ἐρωτήσεως, τὶ οὖν πρ. δῆτ’ ἐμοὶ Κορινθίων; Ἀριστοφ. Ὄρν. 969, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 527D, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 10, κτλ. β) μετὰ δοτ. προσώπ. καὶ ἀπαρ., ἀνήκει εἰς..., εἶναι ἁρμόδιον, πρέπον, οἷς προσῆκε πενθῆσαι Αἰσχύλ. Χο. 173· οὔ σοι προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν Σοφ. Ἠλ. 1213· τοὐναντίον δρῶν ἢ προσῆκ’ αὐτῷ ποιεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 14· ἀγαθοῖς ὑμῖν πρ. εἶναι Ξεν. Ἀν. 3. 2, 11, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 233Α.· ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 4· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσώπ., οὔ σε προσήκει… λέγειν, δὲν εἶναι καλὸν σύ νά..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1551, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1071, Πλάτ. Γοργ. 491D, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 15 (ἔνθα ὁ παρατ. προσῆκεν κεῖται ἀντὶ τοῦ προσήκει, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Ἱππ. 12, 14. ― Ἀττικὴ ἡ χρῆσις αὕτη κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ.)· ― ἐνίοτε αἱ δύο συντάξεις συνάπτονται, προσήκει τοῖς μὲν ἄλλοις... στέργειν... σὲ δέ... νομίζειν Ἰσοκρ. 108Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 3, 8· ― ἐνίοτε τὸ ἀπαρέμφ. παραλείπεται νοούμενον, νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν πρ. [ἀπολοφύρασθαι]... ἄπιτε Θουκ. 2. 46· ἐγὼ δὲ πάντα ὅσα πρ. τὸν ἀγαθὸν πολίτην [πράττειν], ἔπραττον Δημ. 288. 25, πρβλ. 674 ἐν τέλ., Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 112 (119), Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32. ΙΙΙ. ἡ μετοχὴ εἶναι συνηθεστάτη, 1) ὁ ἀνήκων εἴς τινα, αἰτία οὐδέν μοι προσήκουσα Δημ. 550. 23· μηδενὶ μηδὲν ποθήκουσα, ἐπὶ δούλης, Ἀνέκδ. Δελφ. 38· τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι, cuique suum, Πλάτ. Πολ. 331D· ― ὡσαύτως μετὰ γεν., τοῖς τοῦ πράγματος πρ., τοῖς ἀνήκουσιν εἰς τὰ πράγματα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 643Β· ― ἀπολ., τὴν προσήκουσαν σωτηρίαν ἐκπορίζεσθαι, τὴν ἰδίαν ἀσφάλειαν, Θουκ. 6. 83· τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας, οὐχὶ τὰ ἴδια σφάλματα, Ἀντιφῶν 122. 14· τὰ μὴ πρ., = ἀλλότρια, Θουκ. 4. 61· οἱ πρ. ξύμμαχοι ὁ αὐτ. 1. 40, κτλ. 2) ἁρμόζων, κατάλληλος, ἁρμόδιος, πρόσφορος, ἡ πρ. σωτηρία ὁ αὐτ. 6. 83· τιμαὶ Πλάτ. Νόμ. 952C, Ἐπιν. 985D· ἔλεος Δημ. 577. 27, κτλ.· ― τὰ προσήκοντα, τὰ πρέποντα, τὰ καθήκοντά τινος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 1, Ἀπομν. 1. 1, 12, κτλ.· τὰ πρ. ἔργα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 4, 16· ― ὡσαύτως, τὸ προσῆκον, ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος Εὐρ. Ἡρακλ. 214· πέρα τοῦ πρ. Ἀντιφῶν 129. 30· μακρότερα τοῦ πρ. Πλάτ. Κρατ. 413Α· μᾶλλον τοῦ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 697C· παρὰ τὸ πρ. Πλούτ. 2. 122Α· οὕτως, οὐκ ἐκ προσηκόντων Θουκ. 3. 67· ― μετ’ ἀπαρεμφ., προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα, κατάλληλα, ἁρμόζοντα νὰ ἀκούσῃ τις αὐτά, Πλάτ. Πολ. 496Α· λόγοι πρ. ἀκούειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 811D. 3) ἐπὶ προσώπων, συγγενεῖς, ἐσχετισμένοι διὰ συγγενείας, τὸ ἀνέκαθε τοῖσι Κυψελίδαισιν οὐδὲν ἦν προσήκων Ἡρόδ. 6. 128, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 689, Σοφ. Ο. Τ. 811, Θουκ. 2. 29· γένει προσήκων βασιλεῖ Ξεν. Ἀν. 1. 6, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 874Α· οἱ προσήκοντες γένει Εὐρ. Μήδ. 1304· κατὰ γένος, διὰ συγγένειαν Πλούτ. Θησ. 19, Κάτων Νεώτ. 14, κτλ.· οἱ προσήκοντές τινι Ἡρόδ. 4. 14, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 21, κτλ.· ― καὶ ὡς οὐσιαστ., οἱ προσήκοντές τινος, οἱ συγγενεῖς τινος, οἱ οἰκεῖοι, Θουκ. 1. 128, Λυσί. 149. 15· ἢ μόνον, οἱ πρ. Ἡρόδ. 1. 216· οἱ μάλιστα πρ. ὁ αὐτ. 3. 24, Πλάτ. Ἀπόλ. 33D· Δωρ. οἱ ποθήκοντες Ἀνέκδ. Δελφ. ὡς ἀνωτ.· ― ὅθεν ὡς ἐπίθετ., αἱ προσήκουσαι ἀρεταί, κληρονομικὴ φήμη ἀγαθή, Θουκ. 4. 92. β) οὐδὲν προσήκων, μηδεμίαν ἔχων σχέσιν πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, Πλάτ. Πολ. 539D· μετ’ ἀπαρ., θεόν... οὐδὲν προσήκοντ’ ἐν γόοις παραστατεῖν, εἰς ὃν οὐδόλως ἀνήκει τὸ νὰ βοηθῇ τινα ἐν θλίψεσιν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1079, πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας (ἐξυπακ. ὀλιγωρίας τυγχάνειν) Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 18. 4) ἐν χρήσει ἀπολ. ἐν τῷ οὐδετ., οὐ προσῆκον, ἂν καὶ οὐδόλως ἁρμόζει, Θουκ. 2. 40, πρβλ. 6. 84, Πλάτ. Κρατ. 397Β· οὐδὲν προσῆκόν τινα ἐπιτάσσειν Θουκ. 6. 82· καὶ ἄνευ ἀρνήσεως, ὡς προσ. αὐτοῖς χρῆσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 196Ε.
French (Bailly abrégé)
I. venir vers ou jusqu’à, venir à : εἴπερ ὡς φίλοι προσήκετε SOPH si vous venez à moi comme amis ; ὄχθαι προσήκουσι ἐπὶ τὸν ποταμόν XÉN des escarpements descendent vers le fleuve ; abs. χρεία προσήκει ESCHL la nécessité devient pressante;
II. se rattacher à, d’où
1 être attenant ; en parl. des liens du sang μῶν προσῆκέ σοι ; EUR était-il ton parent ? γένει προσήκων βασιλεῖ XÉN parent du roi par sa naissance ; προσήκειν κατὰ γένος PLUT ou διὰ συγγένειαν PLUT être parent par la naissance ; οἱ προσήκοντές τινι ou τινος, ou simpl. οἱ προσήκοντες les parents ; adj. αἱ προσήκουσαι ἀρεταί THC les vertus héréditaires ou domestiques (litt. de la famille);
2 se rapporter à, concerner, regarder, intéresser : τούτῳ προσήκει οὐδὲν τῆς Βοιωτίας XÉN cet homme n’a rien de commun avec la Béotie;
3 être en rapport avec, convenir à, être séant à : προσήκει μοι XÉN il me sied de ; ἀγαθοῖς ὑμῖν προσήκει εἶναι XÉN il vous sied de vous bien comporter ; ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει (s.e. ὀλοφύρεσθαι) THC maintenant que vous avez pleuré celui qu’il convient de pleurer ; abs. κατὰ τὸ προσῆκον PLUT comme il convient ; τὰ προσήκοντα XÉN les choses convenables, les bienséances, les devoirs ; abs. οὐ προσῆκον THC contre le droit;
4 appartenir en gén. : τὰ μὴ προσήκοντα THC ce qui ne concerne pas qqn, ce qui lui est étranger ; οὐδὲν προσῆκον THC sans que cela nous regarde.
Étymologie: πρός, ἥκω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και δωρ. τ. ποθήκω και ποθίκω και ποθάκω Α ἥκω
(στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. καθώς και ως απρόσ. προσήκει)
1. αρμόζω, ανήκω, συνάδω, πρέπω, ταιριάζω (α. «προσήκει σ' αυτόν ένας μεγάλος έπαινος» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη στάση του» γ. «τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐου τι συγγενές», Σοφ.
δ. «ὅσα τριήρεσι προσήκει», Πλάτ.)
2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) ο προσήκων, η προσήκουσα, το προσήκον
αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή οφείλεται σε κάποιον (α. «έγινε δεκτός με την προσήκουσα τιμή» β. «αἰτίαν... οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσαν», Δημοσθ.)
3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το προσήκον
αυτό που πρέπει ή ταιριάζει να γίνει, το χρέος, το καθήκον («το ίδρυμα θα πράξει τα προσήκοντα» β. «κατά τὸ προσῆκον», Πλουτ.)
μσν.
(το μέσ.) προσήκομαι
εγκρίνω («ἡ δὲ Ῥώμη ταῡτα οὐ προσήκατο», Θεόδ. Στ.)
αρχ.
1. έχω φθάσει ή φθάνω σε ένα σημείο, είμαι κοντά (α. «ὡς φίλοι προσήκετε», Σοφ.
β. «ἐνταῡθ' ἐλπίδος προσήκομεν», Ευρ.)
2. έχω σχέση με κάποιον ή με κάτι (α. «οὐδέν μοι προσήκει τῆς αἰτίας ταύτης», Αντιφ.
β. «τί οὖν προσήκει δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων;», Αριστοφ.)
3. (για πρόσ.) έχω δεσμό γνωριμίας, φιλίας και, ιδίως, συγγένειας («αὐτῇ προσήκει Φειδίας», Αριστοφ.)
3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) συγγενής, οικείος («πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς προσήκοντας», Πλάτ.)
4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ προσήκοντα
αυτά που ανήκουν σε κάποιον, τα δικά του («τὰ μὴ προσήκοντα ἐπικτωμένους», Θουκ.).
Greek Monotonic
προσήκω: Δωρ. ποθ-ήκω, μέλ. -ξω,
I. έχω φτάσει σε κάποιο μέρος, έχω έρθει, είμαι κοντά, πρόχειρος, είμαι παρών, σε Τραγ.· προσήκω ἐπὶ τὸν ποταμόν, φτάνω στον ποταμό, σε Ξεν.
II. 1. μεταφ., ανήκω σε, εἰ τῷ ξένῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές, εάν ο ξένος έχει κάποια συγγένεια με τον Λάιο, σε Σοφ.· τῷ γὰρ προσήκει τόδε; ποιον αφορά; στον ίδ.· ομοίως, οὐδὲν πρὸς τὸ Πέρσας προσήκω τὸ πάθος, σε Ηρόδ.· λέγεται για πρόσωπα, ανήκω σε, σχετίζομαι με, τινί, σε Ευρ.· προσήκω γένει, σε Αριστοφ.· με απαρ., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε, δεν ανήκουμε σ' αυτούς για να μας τιμωρήσουν, δηλ. δεν είναι στο χέρι τους να μας τιμωρήσουν, σε Ευρ. 2. α) απρόσ., ανήκει, αφορά, τίοὖν προσήκει ἐμοὶ Κορινθίων; τι έχω να κάνω εγώ με τους Κορίνθιους; σε Αριστοφ. κ.λπ. β) με δοτ. προσ. και απαρ., ανήκει σε, είναι αρμόδιο, οἷς προσῆκε πενθῆσαι, σε Αισχύλ.· οὔ σοι προσήκει προσφωνεῖν, σε Σοφ.· επίσης με αιτ. προσ., οὔ σε προσήκει λέγειν, δεν είναι καλό να μη μιλήσεις, σε Αισχύλ.
III. σε μτχ.,
1. αυτός που ανήκει σε κάποιον, αἰτία οὐδέν μοι προσήκουσα, σε Δημ.· τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι, Λατ. suum cuique reddere, σε Πλάτ.· απόλ., τὴν προσήκουσαν σωτηρίαν, η προσωπική ασφάλεια κάποιου, σε Θουκ.· τὰ μὴ προσήκοντα = ἀλλότρια, στον ίδ.
2. αρμόζων, κατάλληλος, αρμόδιος, πρόσφορος, στον ίδ.· τὰ προσήκοντα, ό,τι είναι κατάλληλο, ό,τι ταιριάζει, τα καθήκοντα κάποιου, σε Ξεν.· τὸ προσῆκον, καταλληλότητα, συνταίριασμα, ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος, σε Ευρ.· μᾶλλον τοῦ προσήκοντος, παρὰ τῷ προσήκοντι, σε Πλάτ. 3. α) λέγεται για πρόσωπα, συγγενής, συγγενικός, τοῖσι Κυψελίδαισι οὐδὲν ἦν προσήκων, σε Ηρόδ.· προσήκων βασιλεῖ, σε Ξεν.· και ως ουσ., οἱ προσήκοντές τινος, οι συγγενείς κάποιου, σε Θουκ.· ή οἱ προσήκοντες μόνο του, σε Ηρόδ.· απ' όπου, αἱ προσήκουσαι ἀρεταί, οι κληροδοτημένες καλές φήμες, σε Θουκ. β) οὐδὲν προσήκων, αυτός που δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση, σε Πλάτ.· με απαρ., οὐδὲν προσήκων ἐν γόοις παραστατεῖν, δεν αρμόζει να βοηθά κάποιον στη θλίψη του, σε Αισχύλ.
4. απόλ. στο ουδ., οὐ προσῆκον, αν και δεν ταιριάζει καθόλου ή μιας και δεν ταιριάζει, σε Θουκ., Πλάτ.