προσεκπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[εκπέμπω]], [[αποστέλλω]] επιπροσθέτως («πεζούς τε ὁπόσους ἐδύναντο προσεξέπεμψαν», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ΜΑ<br />[[εκπέμπω]], [[αποστέλλω]] επιπροσθέτως («πεζούς τε ὁπόσους ἐδύναντο προσεξέπεμψαν», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσεκπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] [[μακριά]] [[κάτι]] [[επιπλέον]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκπέμπω Medium diacritics: προσεκπέμπω Low diacritics: προσεκπέμπω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΕΜΠΩ
Transliteration A: prosekpémpō Transliteration B: prosekpempō Transliteration C: prosekpempo Beta Code: prosekpe/mpw

English (LSJ)

   A send away besides, X.Cyr.5.3.24.

German (Pape)

[Seite 758] noch dazu herausschicken, entlassen, Xen. Cyr. 5, 3, 24 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπέμπω: ἐκπέμπω προσέτι, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24.

French (Bailly abrégé)

envoyer en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἐκπέμπω.

Greek Monolingual

ΜΑ
εκπέμπω, αποστέλλω επιπροσθέτως («πεζούς τε ὁπόσους ἐδύναντο προσεξέπεμψαν», Ξεν.).

Greek Monotonic

προσεκπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μακριά κάτι επιπλέον, σε Ξεν.