πυραγρέτης: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[καρκίνος]]) η [[πυράγρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀγρέτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>αγρε</i>- του <i>ἀγρῶ</i> / -<i>έω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>θηρ</i>-[[αγρέτης]]]. | |mltxt=ὁ, Α<br />(ενν. [[καρκίνος]]) η [[πυράγρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἀγρέτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>αγρε</i>- του <i>ἀγρῶ</i> / -<i>έω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>θηρ</i>-[[αγρέτης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῠραγρέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που προσέχει τις γλώσσες της φωτιάς, [[μασιά]], [[τσιμπίδα]], [[λαβίδα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
καρκίνος,= πυράγρα, AP6.92 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 819] ὁ, καρκίνος, = πυράγρα, Philp. 16 (VI, 92).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ενν. καρκίνος) η πυράγρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε- του ἀγρῶ / -έω), πρβλ. θηρ-αγρέτης].
Greek Monotonic
πῠραγρέτης: -ου, ὁ, αυτός που προσέχει τις γλώσσες της φωτιάς, μασιά, τσιμπίδα, λαβίδα, σε Ανθ.