ῥυσός: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(36)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ῥυσσός]], -ή, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] ζάρες, [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς [[μαστός]]», Σωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥῡσός</i> / [[ῥυσσός]] ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στο θ. <i>Fῥῡ</i>- με σημ. «[[τραβώ]], [[ζαρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἐρύω]] [Ι], <i>ῥῡτήρ</i>) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό [[επίθημα]] -(<i>σ</i>)<i>σός</i> που απαντά σε λέξεις της καθημερινής γλώσσας (<b>πρβλ.</b> <i>βλαι</i>-<i>σός</i>, [[γαμψός]]). Η [[σύνδεση]], [[ωστόσο]], με το [[ἐρύω]] δεν μπορεί να ερμηνευθεί γλωσσολογικά (<b>βλ. λ.</b> <i>έρύω</i> [Ι]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. <i>ῥῡσός</i> συνδέεται με λατ. <i>r</i><i>ū</i><i>ga</i> «[[ρυτίδα]]», λιθουαν. <i>ra</i><i>ū</i><i>kas</i>, με τα οποία παρουσιάζει σημασιολογική [[τουλάχιστον]] [[σχέση]]].
|mltxt=και [[ῥυσσός]], -ή, -όν, Α<br />[[γεμάτος]] ζάρες, [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]], ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς [[μαστός]]», Σωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ῥῡσός</i> / [[ῥυσσός]] ανάγεται, [[κατά]] μία [[άποψη]], στο θ. <i>Fῥῡ</i>- με σημ. «[[τραβώ]], [[ζαρώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ἐρύω]] [Ι], <i>ῥῡτήρ</i>) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό [[επίθημα]] -(<i>σ</i>)<i>σός</i> που απαντά σε λέξεις της καθημερινής γλώσσας (<b>πρβλ.</b> <i>βλαι</i>-<i>σός</i>, [[γαμψός]]). Η [[σύνδεση]], [[ωστόσο]], με το [[ἐρύω]] δεν μπορεί να ερμηνευθεί γλωσσολογικά (<b>βλ. λ.</b> <i>έρύω</i> [Ι]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. <i>ῥῡσός</i> συνδέεται με λατ. <i>r</i><i>ū</i><i>ga</i> «[[ρυτίδα]]», λιθουαν. <i>ra</i><i>ū</i><i>kas</i>, με τα οποία παρουσιάζει σημασιολογική [[τουλάχιστον]] [[σχέση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥῡσός:''' -ή, -όν (*ῥύω=[[ἐρύω]]), ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, [[ξηρός]], τσαλακωμένος, πτυχωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ῥυσὸν [[ἐπισκύνιον]], λέγεται για το [[κατσούφιασμα]], τη [[συνοφρύωση]], το [[αγριοκοίταγμα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡσός Medium diacritics: ῥυσός Low diacritics: ρυσός Capitals: ΡΥΣΟΣ
Transliteration A: rhysós Transliteration B: rhysos Transliteration C: rysos Beta Code: r(uso/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A shrivelled, wrinkled, Il.9.503, E.El.490, Ar.Pl.266, Pl. R.452b; ῥυσὰ σαρκῶν πολιᾶν καταδρύμματα the tearing of old wrinkled flesh (cf. ῥυτίς), E.Supp.49 (lyr.); ῥ. βουλευτήρια, prob. = ῥυσοὶ βουλευταί, Theopomp.Com.75; μαστός Sor.1.88; ἕλκος Gal.10.404; ῥυσότερον βαλλαντίων πρόσωπον Alciphr.3.55; ῥ. ἐπισκύνιον AP6.64 (Paul. Sil.); also of fruits, etc., [ἀκρόδρυα] ἰσχνὰ καὶ ῥ. Plu.2.735d; ἐλαῖαι Archestr.Fr.7; σῦκα Philostr.Im.1.31.—The forms ῥυσσός, ῥυσσαίνομαι, etc., are freq. in codd.

German (Pape)

[Seite 853] (von ῥύω, also) eigtl. zusammengezogen, dah. zusammengeschrumpft, runzlig; Il. 9, 503; ῥυσῷ γέροντι, Eur. El. 490; frg. 495; ῥυσὰ σαρκῶν πολιῶν καταδρύμματα χειρῶν, Suppl. 50; Ar. Plut. 266; sp. D., ῥυσὸν ἐπ ισκύνιον Paul. Sil. 50 (VI, 64), wie in sp. Prosa, bei Plut. u. A. – Die Schreibung ῥυσσός scheint aus der prosodischen Unwissenheit Späterer entstanden; Jac. A. P. 60; Ach. Tat. 747; Seidler Eur. El. 485.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσός: -ή, -όν, (ῥύω, ἐρύω) ἐρρυτιδωμένος, «ζαρωμένος», ῥυτιδωτός, Ἰλ. Ι. 503, Εὐρ. Ἠλ. 490, Ἀριστοφ. Πλ. 266, Πλάτ. Πολ. 452Β· ῥυσὰ πολιῶν σαρκῶν καταδρύμματα (πρβλ. ῥυτίς) Εὐρ. Ἱκέτ. 50· ῥ. βουλευτήρια, πιθ., = ῥυσοὶ βουλευταί, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 6· ῥυσότερον βαλλαντίου πρόσωπον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 117· ῥ. ἐπισκύνιον, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀνθ. Η. 6. 64· - ὡσαύτως ἐπὶ καρπῶν, κτλ., ἀκρόδυα ἰσχνὰ καὶ ῥ. Πλούτ. 2. 735D· ἐλαῖαι Ἀρχεστρ. παρ’ Ἀθην. 56C· σῦκα Φιλόστρ. 869. - Οἱ τύποι ῥυσσός, ῥυσσαίνομαι, κτλ., προῆλθον ἐξ. ἀγνοίας ὅτι τὸ υ ἦν φύσει μακρόν, πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 60, Seidl. εἰς Εὐρ. Ἠλ. 485.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
resserré, contracté, d’où
1 renfrogné;
2 ridé.
Étymologie: R. Ῥυ tirer, contracter ; cf. ἐρύω.

Greek Monolingual

και ῥυσσός, -ή, -όν, Α
γεμάτος ζάρες, γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδιασμένος («ῥυσὸς μαστός», Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥῡσός / ῥυσσός ανάγεται, κατά μία άποψη, στο θ. Fῥῡ- με σημ. «τραβώ, ζαρώνω» (πρβλ. ἐρύω [Ι], ῥῡτήρ) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό επίθημα -(σ)σός που απαντά σε λέξεις της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαι-σός, γαμψός). Η σύνδεση, ωστόσο, με το ἐρύω δεν μπορεί να ερμηνευθεί γλωσσολογικά (βλ. λ. έρύω [Ι]). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. ῥῡσός συνδέεται με λατ. rūga «ρυτίδα», λιθουαν. raūkas, με τα οποία παρουσιάζει σημασιολογική τουλάχιστον σχέση].

Greek Monotonic

ῥῡσός: -ή, -όν (*ῥύω=ἐρύω), ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, ξηρός, τσαλακωμένος, πτυχωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ῥυσὸν ἐπισκύνιον, λέγεται για το κατσούφιασμα, τη συνοφρύωση, το αγριοκοίταγμα, σε Ανθ.