σάτον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
(36)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[μονάδα]] μέτρησης που αντιστοιχεί στο 1/30 του κόρου («ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα [[τρία]]», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>şeah</i>].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[μονάδα]] μέτρησης που αντιστοιχεί στο 1/30 του κόρου («ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα [[τρία]]», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> εβρ. <i>şeah</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σάτον:''' τό, εβρ. [[μονάδα]] μέτρησης (έκτασης ή χωρητικότητας), 1/30 της μονάδας = [[κόρος]], [[περίπου]] 1 1/2 μόδιο ή 24 sextarii, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάτον Medium diacritics: σάτον Low diacritics: σάτον Capitals: ΣΑΤΟΝ
Transliteration A: sáton Transliteration B: saton Transliteration C: saton Beta Code: sa/ton

English (LSJ)

τό, a Hebrew measure, 1/30 of a κόρος, = about a modius and a half or 24

   A sextarii, LXX Hg.2.17(16), Ev.Matt.13.33, al., J.AJ9.4.5. (Hebr. seah.)

Greek (Liddell-Scott)

σάτον: τό, Ἑβραϊκὴ λέξις, τὸ 1]30 τοῦ κόρου, = περίπου πρὸς ἕνα καὶ ἥμισυ μόδιον ἢ 24 sextarii, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 33, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 4, 5, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mesure hébraïque pour les produits secs (farine, grain …), valant un modius romain et demi ou 24 setiers (12 litres).

English (Strong)

of Hebrew origin (סְאָה־); a certain measure for things dry: measure.

English (Thayer)

(Hebrew כְאָה, Chaldean כָאתָא, Syriac)t)S ), σατου, τό, a kind of dry measure, a modius and a half (equivalent to about a peck and a half (cf. μόδιος)) (Josephus, Antiquities 9,4, 5 ἰσχύει δέ τό σάτον μόδιον, καί ἥμισυ ἰταλικον; cf. Aq. and Symm.); A. V. 'three measures of meal' i. e. the common quantity for 'a baking' (cf. 1 Samuel 1:24)).

Greek Monolingual

τὸ, Α
μονάδα μέτρησης που αντιστοιχεί στο 1/30 του κόρου («ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. şeah].

Greek Monotonic

σάτον: τό, εβρ. μονάδα μέτρησης (έκτασης ή χωρητικότητας), 1/30 της μονάδας = κόρος, περίπου 1 1/2 μόδιο ή 24 sextarii, σε Καινή Διαθήκη