συνεφίστημι: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και συνεφιστάνω Α<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] φρουρούς ή φύλακες<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (ενν. <i>τὸν νοῦν</i>) [[παρατηρώ]] ή [[προσέχω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεφίσταμαι</i><br />α) [[επιβλέπω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br />β) [[επαναστατώ]], εξεγείρομαι [[μαζί]] με άλλον<br />γ) [[υπάρχω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]]<br />δ) [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] κάποιου για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐφίστημι]] «[[ορίζω]], τοποποθετώ, [[κατευθύνω]]»].
|mltxt=και συνεφιστάνω Α<br /><b>1.</b> [[τοποθετώ]] φρουρούς ή φύλακες<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (ενν. <i>τὸν νοῦν</i>) [[παρατηρώ]] ή [[προσέχω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεφίσταμαι</i><br />α) [[επιβλέπω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br />β) [[επαναστατώ]], εξεγείρομαι [[μαζί]] με άλλον<br />γ) [[υπάρχω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]]<br />δ) [[συμβαίνω]] ταυτόχρονα<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] κάποιου για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐφίστημι]] «[[ορίζω]], τοποποθετώ, [[κατευθύνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεφίστημι:''' μέλ. <i>-επιστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>-επέστησα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] μαζί κάποιους ως φρουρούς ή φύλακες, [[καθιστώ]] κάποιον προσεκτικό, [[εφιστώ]] την [[προσοχή]] του, σε Πολύβ.· [[κατόπιν]] (ενν. τὸν [[νοῦν]]), [[στρέφω]] την [[προσοχή]] μου, [[παρατηρώ]] από κοινού με κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., <i>συνεφίστᾰμαι</i>, με Ενεργ. αόρ. βʹ, [[επιβλέπω]], [[επιστατώ]] [[κάτι]] μαζί ή από κοινού με άλλον, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> εγείρομαι από κοινού, κατά τινος, [[εναντίον]] κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεφίστημι Medium diacritics: συνεφίστημι Low diacritics: συνεφίστημι Capitals: ΣΥΝΕΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: synephístēmi Transliteration B: synephistēmi Transliteration C: synefistimi Beta Code: sunefi/sthmi

English (LSJ)

and συνεφ-ιστάνω (Plb.7.13.2): aor. 1

   A -επέστησα Demad.57:—set as watchers or guards, τοὺς ἱππεῖς D.S.17.84: metaph., set on the watch, make attentive, τοὺς ἀναγινώσκοντας Plb.10.41.6; τινὰ ἐπὶ τὰς μάχας Id.11.19.2; τοὺς φιλοπευστοῦντας περί τινων Id.3.59.6.    2 seemingly intr. (sc. τὸν νοῦν), attend to, observe along with, ἐπὶ τὰ λεγόμενα Id.3.9.4; τοῖς ὑπομνήμασι Id.9.2.7, cf. 4.40.10, etc.; dub. l. in Vett.Val.241.15.    II Pass. συνεφίστᾰμαι, with aor. 2 Act., stand over, superintend along with or together, Th.2.75.    2 rise together, κατά τινων against them, Act.Ap.16.22.    3 occur together, τινι with . ., Dsc. Ther.Praef., v.l. for συνυφ- in Porph.Sent.27.

Greek (Liddell-Scott)

συνεφίστημι: καὶ -ιστάνω (Πολύβ.)· μέλλ. -επιστήσω· ἀόρ. -επέστησα. Ἐφίστημι, βάλλω ἢ τοποθετῶ ὡς φρουροὺς ἢ φύλακας, τοὺς ἱππεῖς Διόδ. 17. 84· μεταφορ., ποιῶ τινα προσεκτικὸν εἴς τι, ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν αὐτοῦ εἴς τι, τοὺς ἀναγινώσκοντας Πολύβ. 10. 41, 6· τινὰ ἐπί τι 11. 19, 2· περί τινος 3. 59, 6. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ τὸν νοῦν), προσέχω, παρατηρῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐπί τι 3. 9, 4· τινὶ 9. 2, 7, πρβλ. 4. 40, 10, κτλ. ΙΙ. Παθητ., συνεφίστᾰμαι, μετ’ ἀορ. βϳ ἐνεργ., ἐπιστατῶ, ἐπιβλέπω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Θουκ. 2. 75. 2) ἐγείρομαι ὁμοῦ, τινι, μετά τινος, Διοσκ. περὶ Ἰοβόλ. ἐν τῷ προοιμ., Γρηγ. Νύσσ.· κατά τινος, ἐναντίον τινός, Πράξ. Ἀποστ. ιςϳ, 22.

French (Bailly abrégé)

f. συνεπιστήσω, ao. συνεπέστησα, etc.
intr. à l’ao.2 συνεπέστην et au pf. συνεφέστηκα;
être ensemble ou en même temps préposé à.
Étymologie: σύν, ἐφίστημι.

English (Strong)

from σύν and ἐφίστημι; to stand up together, i.e. to resist (or assault) jointly: rise up together.

English (Thayer)

to place over or appoint together; 2nd aorist συνεπέστην; to rise up together: κατά τίνος, against one, Thucydides down.))

Greek Monolingual

και συνεφιστάνω Α
1. τοποθετώ φρουρούς ή φύλακες
2. (αμτβ.) (ενν. τὸν νοῦν) παρατηρώ ή προσέχω κάτι μαζί με άλλον
3. μέσ. συνεφίσταμαι
α) επιβλέπω κάτι από κοινού με άλλον
β) επαναστατώ, εξεγείρομαι μαζί με άλλον
γ) υπάρχω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο
δ) συμβαίνω ταυτόχρονα
4. μτφ. εφιστώ την προσοχή κάποιου για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφίστημι «ορίζω, τοποποθετώ, κατευθύνω»].

Greek Monotonic

συνεφίστημι: μέλ. -επιστήσω, αόρ. αʹ -επέστησα·
I. τοποθετώ μαζί κάποιους ως φρουρούς ή φύλακες, καθιστώ κάποιον προσεκτικό, εφιστώ την προσοχή του, σε Πολύβ.· κατόπιν (ενν. τὸν νοῦν), στρέφω την προσοχή μου, παρατηρώ από κοινού με κάποιον, στον ίδ.
II. 1. Παθ., συνεφίστᾰμαι, με Ενεργ. αόρ. βʹ, επιβλέπω, επιστατώ κάτι μαζί ή από κοινού με άλλον, σε Θουκ.
2. εγείρομαι από κοινού, κατά τινος, εναντίον κάποιου, σε Καινή Διαθήκη