σωρείτης: Difference between revisions
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[σωρίτης]] Α<br /><b>(λογ.)</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] σύνθετου συλλογισμού ο [[οποίος]] μπορεί να αναλυθεί σε τόσους [[απλούς]] συλλογισμούς όσες [[είναι]] και οι προτάσεις, [[εκτός]] από την πρώτη και την τελευταία<br /><b>2.</b> το [[επιχείρημα]] του σωρού, [[κατά]] το οποίο εξακολουθούμε να αποκαλούμε σωρό ένα σημαντικό αριθμό σπόρων, όταν αφαιρούμε διαδοχικά σπόρους απ' αυτόν, [[αλλά]] [[είναι]] αδύνατο να πούμε [[πότε]] παύει να [[είναι]] [[σωρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μετεωρ.)</b> [[κύριος]] [[τύπος]] νεφών, ο [[οποίος]] αναπτύσσεται, γενικά, [[κατά]] την κατακόρυφη [[διεύθυνση]] έχοντας τη [[μορφή]] θόλων πλαισιωμένων με στρογγυλές προεξοχές σε [[σχήμα]] πύργων ή λόφων, ενώ η ανώτερη επιφάνειά του θυμίζει [[κουνουπίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>στνλ</i>-[[ίτης]]). Ο τ. <i>σωρ</i>-<i>είτης κατ</i>' [[επίδραση]] τών [[σωρεία]], [[σωρεύω]]]. | |mltxt=ο, ΝΑ, και [[σωρίτης]] Α<br /><b>(λογ.)</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] σύνθετου συλλογισμού ο [[οποίος]] μπορεί να αναλυθεί σε τόσους [[απλούς]] συλλογισμούς όσες [[είναι]] και οι προτάσεις, [[εκτός]] από την πρώτη και την τελευταία<br /><b>2.</b> το [[επιχείρημα]] του σωρού, [[κατά]] το οποίο εξακολουθούμε να αποκαλούμε σωρό ένα σημαντικό αριθμό σπόρων, όταν αφαιρούμε διαδοχικά σπόρους απ' αυτόν, [[αλλά]] [[είναι]] αδύνατο να πούμε [[πότε]] παύει να [[είναι]] [[σωρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μετεωρ.)</b> [[κύριος]] [[τύπος]] νεφών, ο [[οποίος]] αναπτύσσεται, γενικά, [[κατά]] την κατακόρυφη [[διεύθυνση]] έχοντας τη [[μορφή]] θόλων πλαισιωμένων με στρογγυλές προεξοχές σε [[σχήμα]] πύργων ή λόφων, ενώ η ανώτερη επιφάνειά του θυμίζει [[κουνουπίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>στνλ</i>-[[ίτης]]). Ο τ. <i>σωρ</i>-<i>είτης κατ</i>' [[επίδραση]] τών [[σωρεία]], [[σωρεύω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σωρείτης:''' -ου, ὁ ([[σωρός]]), αρσ. επίθ., αυτός που έχει επισωρευθεί, συσσωρευμένος, συναγμένος· ὁ [[σωρείτης]] ([[συλλογισμός]]), Λατ. [[sorites]], [[σωρός]] συλλογισμών, όπου το [[συμπέρασμα]] του προηγούμενου, αποτελεί την [[υπόθεση]], δηλ. την ηγουμένη ή μείζονα [[πρόταση]] του επομένου, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
σωρ-ειτικός,
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, gehäuft, haufenweise; bes. hieß ein Trugschluß in der Dialektik συλλογισμὸς σωρείτης, der Häufelschluß, sorites, Luc. Conv. 23.
Greek (Liddell-Scott)
σωρείτης: -ου, ὁ ἐπισωρευθείς· ἐν τῇ Λογικῇ, ὁ σωρείτης [[[συλλογισμός]]], sorites, σωρὸς συλλογισμῶν καθ’ ὃν τὸ συμπέρασμα τοῦ ἡγουμένου συλλογισμοῦ λαμβάνεται ὡς μείζων τοῦ ἑπομένου, Κικ. Acad. 5. 16, Λουκ. Συμπ. 23, κλπ.· ἐκαλεῖτο δὲ ἐν τῇ δημώδει Λατ. acervus, Ὁρατ. Ἐπ. 2. 1, 47, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 182. - Ὁ τύπος σωρίτης εἶναι κοινὸς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις· ἀλλὰ παρ’ ἅπασι τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφεῦσι διορθωτέον τὸν ὀρθὸν τύπον σωρείτης, ὡς καὶ τὰ σωρειτικός, σωρεῖτις.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj.
mis en monceau, formé par accumulation : σωρείτης συλλογισμός sorite, genre de raisonnement fondé sur une accumulation de prémisses.
Étymologie: σωρεύω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σωρίτης Α
(λογ.)
1. είδος σύνθετου συλλογισμού ο οποίος μπορεί να αναλυθεί σε τόσους απλούς συλλογισμούς όσες είναι και οι προτάσεις, εκτός από την πρώτη και την τελευταία
2. το επιχείρημα του σωρού, κατά το οποίο εξακολουθούμε να αποκαλούμε σωρό ένα σημαντικό αριθμό σπόρων, όταν αφαιρούμε διαδοχικά σπόρους απ' αυτόν, αλλά είναι αδύνατο να πούμε πότε παύει να είναι σωρός
νεοελλ.
(μετεωρ.) κύριος τύπος νεφών, ο οποίος αναπτύσσεται, γενικά, κατά την κατακόρυφη διεύθυνση έχοντας τη μορφή θόλων πλαισιωμένων με στρογγυλές προεξοχές σε σχήμα πύργων ή λόφων, ενώ η ανώτερη επιφάνειά του θυμίζει κουνουπίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + κατάλ. -ίτης (πρβλ. στνλ-ίτης). Ο τ. σωρ-είτης κατ' επίδραση τών σωρεία, σωρεύω].
Greek Monotonic
σωρείτης: -ου, ὁ (σωρός), αρσ. επίθ., αυτός που έχει επισωρευθεί, συσσωρευμένος, συναγμένος· ὁ σωρείτης (συλλογισμός), Λατ. sorites, σωρός συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα του προηγούμενου, αποτελεί την υπόθεση, δηλ. την ηγουμένη ή μείζονα πρόταση του επομένου, σε Λουκ.