τᾶλις: Difference between revisions
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άλιδος, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[κόρη]] σε [[ηλικία]] γάμου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[μελλόνυμφος]] [[παρθένος]] καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῑκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.). | |mltxt=-άλιδος, ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[κόρη]] σε [[ηλικία]] γάμου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[μελλόνυμφος]] [[παρθένος]] καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῑκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾶλις:''' -ιδος, ἡ, [[κόρη]] σε [[ηλικία]] γάμου, [[παρθένος]], σε Σοφ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A marriageable maiden, S.Ant.629 (anap.), Call.Aet. 3.1.3. (Aeol. word acc. to Sch.S.l.c.: also, betrothed maiden, married woman, and bride, acc. to Hsch.)
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, ein mannbares Mädchen, Braut, Soph. Ant. 625; nach Hesych. ἡ μελλόγαμος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῖκα γαμετήν; Phot. citirt es auch aus Ar.
Greek (Liddell-Scott)
τᾶλις: -ιδος, ἡ, κόρη εἰς ἡλικίαν γάμου καὶ ὀνομασθεῖσα τινὶ νύμφη, Σοφ. Ἀντ. 629, Καλλ. Ἀποσπ. 210. (Αἰολ. λέξ. κατὰ τὸν Σχολ. Σοφ. Ἴσως σχετίζεται πρὸς τὸ θῆλυς· ὁ Κούρτ. ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὸ Σανσκρ. Taru.nî (νεαρὰν κόρην).) - Καθ’ Ἡσύχ.: «τᾶλις· ἡ μελλόγαμος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῖκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην», ἴδε σημ. Jebb. εἰς Σοφ. Ἀντιγόνην ἔνθ. ἀνωτ., ἴδε καὶ Σεμιτέλ. αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
jeune fille nubile.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monolingual
-άλιδος, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. κόρη σε ηλικία γάμου
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μελλόνυμφος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῑκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.).
Greek Monotonic
τᾶλις: -ιδος, ἡ, κόρη σε ηλικία γάμου, παρθένος, σε Σοφ. (άγν. προέλ.).