τάξος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[τάξος]], ἡ, ΝΑ, και [[τάξος]], η, Ν<br />[[γένος]] γυμνόσπερμων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ταξίδες]] και περιλαμβάνει 8 [[περίπου]] είδη δένδρων ή θάμνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>taxus</i> «ήμερο [[έλατο]]»].
|mltxt=ο / [[τάξος]], ἡ, ΝΑ, και [[τάξος]], η, Ν<br />[[γένος]] γυμνόσπερμων [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] [[ταξίδες]] και περιλαμβάνει 8 [[περίπου]] είδη δένδρων ή θάμνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>taxus</i> «ήμερο [[έλατο]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τάξος:''' ὁ, ορεινό δέντρο, Λατ. [[taxus]].
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάξος Medium diacritics: τάξος Low diacritics: τάξος Capitals: ΤΑΞΟΣ
Transliteration A: táxos Transliteration B: taxos Transliteration C: taksos Beta Code: ta/cos

English (LSJ)

ἡ,

   A yew, Taxus baccata, Sabin. ap. Orib.9.16.3, Gal.12.127 (cited as a Latin word by Dsc.4.79).

German (Pape)

[Seite 1069] ὁ, der Taxus- od. Eibenbaum, gew. σμῖλαξ, taxus, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

τάξος: ὁ, ἡ σμῖλαξ, Λατ. taxus, Γαλην. -Καθ’ Ἡσύχ: «τάξος· δένδρον τι ὀρεινόν».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
if, arbre.
Étymologie: cf. lat. taxus.

Greek Monolingual

ο / τάξος, ἡ, ΝΑ, και τάξος, η, Ν
γένος γυμνόσπερμων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ταξίδες και περιλαμβάνει 8 περίπου είδη δένδρων ή θάμνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taxus «ήμερο έλατο»].

Greek Monotonic

τάξος: ὁ, ορεινό δέντρο, Λατ. taxus.