σχοινίς: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(40) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> [[τοιχογραφία]] με [[παράσταση]] σχοίνων<br /><b>3.</b> αργυρό [[ποτήρι]] με [[σχήμα]] καλαθιού από σχοίνους<br /><b>4.</b> σχοινῄς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σχιν</i>-<i>ίς</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) <b>βλ.</b> [[σχοίνινος]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> το [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> [[τοιχογραφία]] με [[παράσταση]] σχοίνων<br /><b>3.</b> αργυρό [[ποτήρι]] με [[σχήμα]] καλαθιού από σχοίνους<br /><b>4.</b> σχοινῄς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>σχιν</i>-<i>ίς</i>)].———————— <b>(II)</b><br />-[[ίδος]], ἡ, Α<br />(ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) <b>βλ.</b> [[σχοίνινος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σχοινίς:''' -ῖδος, ἡ, = [[σχοινίον]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
(Α), ῖδος, ἡ,
A = σχοινίον, rope, cord, Theoc.23.51. 2 wall-decoration in form of a rope, Supp.Epigr.4.453.17 (Didyma, ii B.C.); similar decoration of a silver cup, OGI214.55 (ibid., iii B.C.). II v.l. for Σχοινῄς (q.v.), Lyc.832.
σχοιν-ίς (B), ίδος [ῐ], poet. fem. of
A σχοίνινος, σχοινίδι κύρτῃ Nic.Al.625.
German (Pape)
[Seite 1057] ίδος, ἡ, bes. poet. fem. zu σχοίνινος, von Binsen gemacht, Nic. Al. 546. ῖδος, ἡ, 1) ein aus Binsen geflochtenes Gefäß, Geräth, Durchschlag, Sieb u. dgl., auch ein Seil, Theocr. 23, 51. – 2) die Frucht des σχοῖνος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινίς: -ίδος, ἡ, = σχοινίον, Θεόκρ. 23. 51. 2) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2852, 55, περὶ ἀργυροῦ τινος ποτηρίου λέγεται, σχοινίδα ἔχειν, ὅπερ ἴσως σημαίνει ὅτι ἦτο κατασκευασμένον κατ’ ἀπομίμησιν καλαθίου ἐκ σχοίνων, ἴδε Böckh. II. ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Λυκόφρ. 832, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.
Greek Monolingual
(I)
-ίδος, ἡ, Α
1. το σχοινί
2. τοιχογραφία με παράσταση σχοίνων
3. αργυρό ποτήρι με σχήμα καλαθιού από σχοίνους
4. σχοινῄς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. σχιν-ίς)].———————— (II)
-ίδος, ἡ, Α
(ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) βλ. σχοίνινος.
Greek Monotonic
σχοινίς: -ῖδος, ἡ, = σχοινίον, σε Θεόκρ.