σχεδόν: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(40)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[προσέγγιση]], [[πάνω]] [[κάτω]], [[περίπου]] (α. «[[είμαι]] [[σχεδόν]] έτοιμη» β. «[[πάντα]] τὰ πράγματα τοῑς Ἀθηναίοις σχεδὸν ὑπῆρχε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στο [[έπος]] και στη λυρική [[ποίηση]]) (με τοπ. σημ. και συν. με δοτ.) πολύ [[κοντά]] («νῆσοι... ναιετάουσι [[μάλα]] σχεδὸν ἀλλήλῃσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[κοντά]], [[εγγύς]] («σοὶ δὲ [[γάμος]] [[σχεδόν]] ἐστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για να μετριάσει μία θετική [[διαβεβαίωση]] ή [[κάποτε]] και με ειρωνική σημ.) πολύ λίγο, ελάχιστα<br />(α. «εἴρηται σχεδὸν ἱκανῶς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[σχεδόν]] τι τὴν σὴν οὐ [[καταισχύνω]] φύσιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε καταφατικές απαντήσεις) [[μάλιστα]], ναι<br /><b>5.</b> ίσως, [[πιθανώς]]<br /><b>6.</b> [[σιγά]] [[σιγά]], [[σχέδην]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> α) δηλώνει συγγενική [[σχέση]]<br />β) (με δοτ.) ομοίως, παρόμοια, όπως<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχεδόν]] τι [[πρόσθεν]] ἤ» — [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «σχεδὸν εἰπεῑν» — σαν να λέμε, [[περίπου]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>σχε</i>-<i>δόν</i> έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i> / <i>σχέσθαι</i>, <b>βλ.</b> και λ. <i>έχω</i>) με επιρρμ. κατάλ. -<i>δόν</i>, η οποία και προσέδωσε στη λ. τη σημ. της προσέγγισης «πολύ [[κοντά]], [[περίπου]]» τόσο με τοπική όσο και με χρονική [[σημασία]]. Η αρχική αυτή σημ. του επιρρ. [[σχεδόν]] εξελίχθηκε [[προς]] δύο σημαντικές κατευθύνσεις: α) τη στρατιωτική σημ. στο επίθ. [[σχέδιος]] της μάχης [[σώμα]] με [[σώμα]] και β) τη σημ. «[[αμέσως]], αιφνίδια», από όπου και η σημ. του επιθ. [[σχέδιος]] «[[αιφνίδιος]], [[πρόχειρος]], [[συνηθισμένος]]» και του συνθ. [[αυτοσχέδιος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σχέδιο]], [[σχεδιάζω]], [[σχεδία]])].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[προσέγγιση]], [[πάνω]] [[κάτω]], [[περίπου]] (α. «[[είμαι]] [[σχεδόν]] έτοιμη» β. «[[πάντα]] τὰ πράγματα τοῑς Ἀθηναίοις σχεδὸν ὑπῆρχε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στο [[έπος]] και στη λυρική [[ποίηση]]) (με τοπ. σημ. και συν. με δοτ.) πολύ [[κοντά]] («νῆσοι... ναιετάουσι [[μάλα]] σχεδὸν ἀλλήλῃσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[κοντά]], [[εγγύς]] («σοὶ δὲ [[γάμος]] [[σχεδόν]] ἐστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για να μετριάσει μία θετική [[διαβεβαίωση]] ή [[κάποτε]] και με ειρωνική σημ.) πολύ λίγο, ελάχιστα<br />(α. «εἴρηται σχεδὸν ἱκανῶς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[σχεδόν]] τι τὴν σὴν οὐ [[καταισχύνω]] φύσιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε καταφατικές απαντήσεις) [[μάλιστα]], ναι<br /><b>5.</b> ίσως, [[πιθανώς]]<br /><b>6.</b> [[σιγά]] [[σιγά]], [[σχέδην]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> α) δηλώνει συγγενική [[σχέση]]<br />β) (με δοτ.) ομοίως, παρόμοια, όπως<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχεδόν]] τι [[πρόσθεν]] ἤ» — [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «σχεδὸν εἰπεῑν» — σαν να λέμε, [[περίπου]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>σχε</i>-<i>δόν</i> έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i> / <i>σχέσθαι</i>, <b>βλ.</b> και λ. <i>έχω</i>) με επιρρμ. κατάλ. -<i>δόν</i>, η οποία και προσέδωσε στη λ. τη σημ. της προσέγγισης «πολύ [[κοντά]], [[περίπου]]» τόσο με τοπική όσο και με χρονική [[σημασία]]. Η αρχική αυτή σημ. του επιρρ. [[σχεδόν]] εξελίχθηκε [[προς]] δύο σημαντικές κατευθύνσεις: α) τη στρατιωτική σημ. στο επίθ. [[σχέδιος]] της μάχης [[σώμα]] με [[σώμα]] και β) τη σημ. «[[αμέσως]], αιφνίδια», από όπου και η σημ. του επιθ. [[σχέδιος]] «[[αιφνίδιος]], [[πρόχειρος]], [[συνηθισμένος]]» και του συνθ. [[αυτοσχέδιος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σχέδιο]], [[σχεδιάζω]], [[σχεδία]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχεδόν:''' επίρρ. ([[σχεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[ἔχω]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]]·<br /><b class="num">1.</b> κοντά, [[πολύ]] κοντά, πλησιέστατα, Λατ. [[cominus]], σε Όμηρ., Ησίοδ.· <i>σχεδὸν οὔτασε</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., γαίης [[σχεδόν]], σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., <i>νῆσοι σχεδὸν ἀλλήλῃσι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με ρήμ. κίνησης, σχεδὸν [[ἐλθεῖν]], [[ἰέναι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για συγγενική [[σχέση]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για χρόνο, ([[θάνατος]]) δή [[τοι]] [[σχεδόν]] ἐστιν, σε Ομήρ. Ιλ.· σοὶ δὲ [[γάμος]] [[σχεδόν]] ἐστι, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για βαθμό, [[διαβάθμιση]]·<br /><b class="num">1.</b> [[σχεδόν]], [[περίπου]], σχεδὸν [[ταὐτά]], σε Ηρόδ.· <i>σχεδὸν πάντες</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με ρήμ. [[ιδίως]] λεκτικά ή γνωστικά, σχεδὸν [[ἐπίσταμαι]], Λατ. [[satis]] [[scio]], σε Σοφ.· σχεδὸν [[οἶδα]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχεδόν Medium diacritics: σχεδόν Low diacritics: σχεδόν Capitals: ΣΧΕΔΟΝ
Transliteration A: schedón Transliteration B: schedon Transliteration C: schedon Beta Code: sxedo/n

English (LSJ)

Adv., (ἔχω, σχεῖν):    I of Place, near, hard by, Ep. and Lyr., δυσμενέες δ' ἄνδρες σ. εἵαται Il.10.100; σ. εἴσιδε γαῖαν Od.5.392, cf. 24.493; σ. οὔτασε at close quarters, Il.5.458; μή πώς σ' ἠὲ βάλῃ ἠὲ σ. ἄορι τύψῃ 20.378, cf. 13.576, 16.828: sts. c. dat., οὐ γάρ σφιν παῖδες σ. εἵαται 10.422; νῆσοι ναιετάουσι σ. ἀλλήλῃσι Od.9.23; οἳ δή σφι σ. εἰσι Hes.Sc.113; so στάθεν τύμβῳ σ. Pi.N.10.66 (also πὰρ ποδὶ σ. Id.O.1.74; ἀμφ' ἀνδριάντι σ. Id.P.5.40): more freq. c. gen., Φαιήκων γαίης σ. Od.5.288, cf. 475, 6.125, 9.117, 10.156, etc.; σ. αἵματος 11.142.    2 with Verbs of motion, σ. ἐλθεῖν τινι Il.9.304, cf. Hes.Sc.435; τινος Od.4.439; Ἀχαιίδος 11.481; ὅστις σ. ἔγχεος ἔλθῃ Il.20.363.    II metaph. ofrelationship, καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα σ. Od.10.441.    2 similar to, c. dat., σ. τούτοις . . αἱ παραλλαγαὶ . . εἰσίν Iamb.Comm.Math.27.    III of Time, [θάνατος] δή τοις. εἶσι Il.17.202, cf. Od.2.284; σοὶ δὲ γάμος σ. ἐστιν 6.27; σοὶ . . φημὶ σ. ἔμμεναι, ὁππότε . .[the time] is near, when... Il.13.817.    IV after Hom., about, approximately, more or less, roughly speaking, σ. κατὰ ταὐτά Hdt.6.42; σ. τι ταὐτά Pl.Prm.128b; σ. τι τοιαῦτα Id.Smp.201e; σ. τι ταῦτα Id.Grg.472c; σ. πάντες Hdt.1.65, 2.48, X.HG6.5.33, cf. Act.Ap.13.44, PRyl.81.7 (ii A.D.); πάντα σ. Arist.Mete.350b21; σ. ἅπαντας Ar.Ec.1157; πάντες σ. ἢ οἵ γε πλεῖστοι Arr.Epict.1.11.7; σ. ἐκ κρηνῶν οἱ πλεῖστοι ῥέουσιν Arist.Mete.350b34; σ. περὶ τριακόσια στάδια ib.351a14; σ. τι πρόσθεν ἢ . .not long before, S.OT736; σ. ἤδη τῆς κοίτης ὥρη προσέρχεται ὑμῖν Hdt.5.20; σὺν τοῖς θεοῖς σ. ἔσται ὁ διάλογος (audit) ἕως τῆς λ τοῦ Παχών PTeb.58.58 (ii B.C.); σ. . . τὸν αὐτὸν . . καιρόν Inscr.Prien.105.13 (i B.C.); also σ. ἴσως Pl.Sph.253c, Arist.Top.118a13; σ. που D.S.36.10; σ. ὡς εἰπεῖν Arist.APo.79a20, Rh.1382b28, Gem.16.28; σ. εἰπεῖν one might almost say, Pl.Sph. 237c, Ath.Mech.3.4, POxy.1033.11 (iv A.D.), PLips.34.16 (iv A.D.).    2 with Verbs (freq. in pf.), esp. of saying or knowing, σ. εἴρηχ' ἂ νομίζω συμφέρειν D.3.36; εἴρηται σ. ἱκανῶς Arist.APr.32a16; διώρισται σ. Id.Pol.1328a19; τὸν ἐμὸν . . σ. ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.33; σ. ἐπίσταμαι S.Tr.43; σ. οἶδα E.Tr.898; ἐγὼ σ. τὸ πρᾶγμα γιγνώσκειν δοκῶ Ar.Pl.860; freq. used to soften a positive assertion with a sense of modesty, sts. of irony, σ. γὰρ . . συνίημι Hdt.5.19; σ. τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν I dare say I do not... S.El.609; σ. τι μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω I dare say it is a fool who thinks me foolish, Id.Ant.470; σ. δέ τι καὶ τὸ ξύμπαν generally speaking in every respect, Th.3.68; σ. οὐδ' ὁπωστιοῦν σοι πείσεται probably not at all, Pl.Phd.61c; σ. γὰρ ἔχω ὃ εἰπὼν ἀναγκάσω σε I think I have an argument, Id.Phdr.236d.    3 used in affirmative answers, I suppose so, I dare say, Id.Sph.250c,255c, al.    V perhaps, ὑποδραμὼν σ. φασεῖ (φάσει codd.) Dius ap.Stob.4.21.17.    VI = σχέδην, ἠκολούθει σ. J.BJ1.17.2 (unless = followed at no long distance).

German (Pape)

[Seite 1054] (s. ἔχω, σχεῖν), adv., vom Orte, nahe, in der Nähe, lat. cominus; oft bei Hom. u. Hes., sowohl absolut, als mit dem gen. u. dat.; σχεδὸν ἐλθέμεν, Il. 4, 247 u. öfter; σχεδὸν οὔτασε, aus der Nähe, im Nahkampf, 5, 458; ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ' ἀλλήλοισιν ἰόντες, 5, 14 u. öfter; auch σχεδὸν εἵαται, 10, 100. 422; ἀλλ' οὐ σχεδόν ἐστιν ἑλέσθαι, 23, 268; μάλα σχεδὸν ἤλυθεν Ἰδομενῆος, 13, 402, wie ὅστις σχεδὸν ἔγχεος ἔλθῃ, 20, 363, u. öfter; ἧσται σχεδὸν αἵματος, Od. 11, 142; auch von der Verwandtschaft, 10, 441; θάνατος δή τοι σχεδόν ἐστι, Il. 17, 202, u. sonst; πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη, Pind. Ol. 1, 74; παρέσταν σχεδόν, 11, 52; τύμβῳ σχεδόν, N. 10, 66; ἀμφ' ἀνδριάντι σχεδόν, P. 5, 38. – Nach Homer = beinahe, ungefähr; Soph. El. 599 O. R. 736 u. öfter; Eur. Hel. 111 u. öfter; in Prosa: σχ. πάντες, Her. 1, 10. 65; σχ. ταὐτά, 2, 48; τὴν διάνοιαν σχεδὸν ἁπάντων δίειμι, Plat. Phaedr. 228 d; σχεδόν τι λέγοντες ταὐτά, Parm. 128 b, und öfter so mit τί verbunden, wie Xen. Hell. 4, 2, 14 u. sonst; σχεδόν τι ταῦτα, grade das, Plat. Gorg. 472 c; bald mehr, bald weniger bejahend in Antworten, Soph. 250 c, u. sonst oft, wie bei Folgdn.

Greek (Liddell-Scott)

σχεδόν: Ἐπίρρ. (ἔχω, σχεῖν)· Ι. ἐπὶ τόπου, πλησίον, ἐγγύς, πλησιέστατα, Λατ. comnius, Ὅμηρ., Ἡσ., καὶ μεταγεν. Ἐπικ. σχ. εἶναι, στῆναι, συχν. παρ’ Ὁμ.· σχεδὸν οὔτασε Ἰλ. Ε. 458· ἐνίοτε μετὰ δοτικ., νῆσοι σχ. ἀλλήλῃσι Ι. 23· οἳ δή σφι σχεδόν εἰσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 113· οὕτω, τύμβῳ σχ. Πινδ. Ν. 10. 123· (ὡσαύτως. πὰρ ποδὶ σχ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. 1. 118· ἀμφ’ ἀνδριάντι σχ. ὁ αὐτ. ἐν Π. 5. 53)· συχνότερον μετὰ γεν., γαίης σχ. Ὀδ. Ε. 288, πρβλ. 475, Ζ. 125, κτλ.· σχ. αἵματος Λ. 142· ἔγχεος Ἰλ. Υ. 263. 2) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, σχ. ἐλθεῖν, ἰέναι, συχν. παρ’ Ὁμ.· σχ. ἐλθεῖν τινι Ἰλ. Ι. 304, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 435· τινος Ὀδ. Δ. 439, Λ. 481. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ συγγενείας, καὶ πηῷ περ ἐόντι μάλα σχ. Κ. 441. ΙΙΙ. ἐπὶ χρόνου, [[[θάνατος]]] δή τοι σχ. ἐστιν Ἰλ. Ρ. 202, πρβλ. Ὀδ. Β. 284· σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστι Ζ. 27· σοί... φημὶ σχ. ἔμμεναι, ὁππότε... [ὁ χρόνος] εἶναι πλησίον, ὅτε..., Ἰλ. Ν. 817. ΙV. μεθ’ Ὅμηρον, ἐπὶ βαθμοῦ, ὡς καὶ νῦν, σχεδόν, μετ’ ἀντωνυμιῶν, σχ. ταὐτὰ Ἡρόδ. 2. 48, πρβλ. 6. 42· σχεδόν τι ταὐτὰ Πλάτ. Παρμ. 128Β· σχ. τι τοιαῦτα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 201Ε· σχεδόν τι ταῦτα ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 472C· σχ. πάντες, σχ. πάντα Ἡρόδ. 1. 10, 65, Ἀττικ.· οὕτω, σχ. πρόσθεν, μόλις πρὸ ὀλίγου, Σοφ. Ο. Τ. 736· ― ὡσαύτως, σχεδὸν ἴσως Πλάτ. Σοφιστ. 253C, κλπ.· σχεδόν που Διοδ. Ἐκλογ. 537. 51. 2) μετὰ ῥημάτων μάλιστα λεκτικῶν καὶ γνωστικῶν, σχ. εἴρηκα ἃ νομίζω συμφέρειν Δημ. 38. 27· εἴρηται σχ., διώρισται σχ. Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1. 12 (ἴδε Waitz), κλπ.· σχ. ἐπίσταμαι, satis scio, Σοφ. Τρ. 43· σχ. οἶδα Εὐρ. Τρῳ. 898· ὡσαύτως μετ’ ἄλλων ῥημάτων, σχ. τι... μωρίαν ὀφλισκάνω Σοφ. Ἀντ. 470· ― συχνάκις ἐν χρήσει ἁπλῶς ὅπως κολάσῃ θετικήν τινα διαβεβαίωσιν ὡς ἐν τῇ Λατ. τὸ fere, μετά τινος ἐννοίας μετριοφροσύνης, ἄλλοτε δὲ εἰρωνείας, σχ. γάρ... συνίημι Ἡρόδ. 5, 19· σχ. τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν, νομίζω ὅτι δεν..., Σοφ. Ἠλ. 608· σχεδὸν δέ τι καὶ τὸ ξύμπαν, σχεδὸν ἐντελῶς, Θουκ. 3. 68· σχ. οὐδ’ ὁπωστιοῦν σοι πείσεται Πλάτ. Φαίδων 61C· σχ. γὰρ ἔχω ὃ εἰπὼν ἀναγκάσω σε, μοὶ φαίνεται ὅτι ἔχω λόγον..., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 236D. 3) ἐν χρήσει ἐπὶ καταφατικῶν ἀποκρίσεων, σχεδὸν οὕτω, μάλιστα, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 250C, 255C, κ. ἀλλ. V. ἴσως, ἀλλ’ ὑποδραμών τις σχεδὸν φάσει Δῖος παρὰ Στοβ. 409. 16.

French (Bailly abrégé)

adv.
en tenant à ; proche, près :
I. avec idée de lieu, avec ou sans mouv., avec le dat. ou le gén. ; fig. proche par le sang;
II. avec idée de temps θάνατος δή τοι σχεδόν ἐστιν IL la mort est près de toi ; suivi d’un relat. : σοί φημι σχεδὸν ἔμμεναι ὁππότε IL je te dis que le temps est proche où;
III. postér. avec idée de degré :
1 à peu près, presque : σχεδὸν εἴρηκανομίζω συμφέρειν DÉM j’ai dit à peu près ce que je crois utile ; σχεδὸν ἐπίσταμαι SOPH je sais à peu près;
2 un peu : σχεδὸν πρόσθεν SOPH peu avant;
3 peut-être : σχεδόν τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν SOPH je pense que je ne fais pas honte à mon origine (au sang que j’ai reçu de toi).
Étymologie: ἔχω, -δον.

English (Autenrieth)

(ἔχω): near, hard by; w. dat. or gen., Od. 9.23, Od. 6.125; of relationship, Od. 10.441; of time, Il. 13.817, Od. 2.284, Od. 6.27.

English (Slater)

σχεδόν
   1 near, close
   a adv., c. prep. ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη (O. 1.74) παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν (O. 10.52) τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν (P. 5.40)
   b prep.
   I c. dat. τοὶ δ' ἔναντα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (N. 10.66) “ἀλλά μιν ποταμῷ σχεδὸν μολόντα φύρσει Πα. 2. 73, cf. Παρθ. 2. 69.
   II c. gen. σχεδὸν δ[ὲ Το]μάρου (edd. omnes praeter Radt, qui δ[. . .]μαρ.ου legit) Πα. . 1. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις (σχεδὸν with δάφνας edd., with πεδίλοις Wil.) Παρθ. 2. 69.

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of the alternate of ἔχω as adverb; nigh, i.e. nearly: almost.

English (Thayer)

(ἔχω (σχεῖν), adverb, from Homer down;
1. near, hard by.
2. from Sophocles down (of degree, i. e.) well-nigh, nearly, almost; so in the N. T. three times before πᾶς: Winer s Grammar, 554 (515) n.; (R. V. I may almost say)); (3 Maccabees 5:14).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου (α. «είμαι σχεδόν έτοιμη» β. «πάντα τὰ πράγματα τοῑς Ἀθηναίοις σχεδὸν ὑπῆρχε», Πλούτ.)
αρχ.
1. (στο έπος και στη λυρική ποίηση) (με τοπ. σημ. και συν. με δοτ.) πολύ κοντά («νῆσοι... ναιετάουσι μάλα σχεδὸν ἀλλήλῃσιν», Ομ. Οδ.)
2. (με χρον. σημ.) κοντά, εγγύς («σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστιν», Ομ. Οδ.)
3. (για να μετριάσει μία θετική διαβεβαίωση ή κάποτε και με ειρωνική σημ.) πολύ λίγο, ελάχιστα
(α. «εἴρηται σχεδὸν ἱκανῶς», Αριστοτ.
β. «σχεδόν τι τὴν σὴν οὐ καταισχύνω φύσιν», Σοφ.)
4. (σε καταφατικές απαντήσεις) μάλιστα, ναι
5. ίσως, πιθανώς
6. σιγά σιγά, σχέδην
7. μτφ. α) δηλώνει συγγενική σχέση
β) (με δοτ.) ομοίως, παρόμοια, όπως
8. φρ. α) «σχεδόν τι πρόσθεν ἤ» — μόλις πριν από λίγο (Σοφ.)
β) «σχεδὸν εἰπεῑν» — σαν να λέμε, περίπου (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. σχε-δόν έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ- του ρ. ἔχω (πρβλ. αόρ. β' -σχ-ον / σχέσθαι, βλ. και λ. έχω) με επιρρμ. κατάλ. -δόν, η οποία και προσέδωσε στη λ. τη σημ. της προσέγγισης «πολύ κοντά, περίπου» τόσο με τοπική όσο και με χρονική σημασία. Η αρχική αυτή σημ. του επιρρ. σχεδόν εξελίχθηκε προς δύο σημαντικές κατευθύνσεις: α) τη στρατιωτική σημ. στο επίθ. σχέδιος της μάχης σώμα με σώμα και β) τη σημ. «αμέσως, αιφνίδια», από όπου και η σημ. του επιθ. σχέδιος «αιφνίδιος, πρόχειρος, συνηθισμένος» και του συνθ. αυτοσχέδιος (βλ. και λ. σχέδιο, σχεδιάζω, σχεδία)].

Greek Monotonic

σχεδόν: επίρρ. (σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἔχω
I. λέγεται για τόπο·
1. κοντά, πολύ κοντά, πλησιέστατα, Λατ. cominus, σε Όμηρ., Ησίοδ.· σχεδὸν οὔτασε, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., γαίης σχεδόν, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., νῆσοι σχεδὸν ἀλλήλῃσι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με ρήμ. κίνησης, σχεδὸν ἐλθεῖν, ἰέναι, σε Όμηρ.
II. μεταφ., λέγεται για συγγενική σχέση, σε Ομήρ. Οδ.
III. λέγεται για χρόνο, (θάνατος) δή τοι σχεδόν ἐστιν, σε Ομήρ. Ιλ.· σοὶ δὲ γάμος σχεδόν ἐστι, σε Ομήρ. Οδ.
IV. λέγεται για βαθμό, διαβάθμιση·
1. σχεδόν, περίπου, σχεδὸν ταὐτά, σε Ηρόδ.· σχεδὸν πάντες, στον ίδ. κ.λπ.
2. με ρήμ. ιδίως λεκτικά ή γνωστικά, σχεδὸν ἐπίσταμαι, Λατ. satis scio, σε Σοφ.· σχεδὸν οἶδα, σε Ευρ.